Το παιδί αυτού του καταυλισμού και κάθε καταυλισμού – του Basim Khandaqji (απόσπασμα)

Δευτέρα 20/1/2025

Από το υποκεφάλαιο “Σοκάκια” του βιβλίου “Μια μάσκα στο χρώμα του ουρανού” (εκδόσεις Σάλτο) του Μπασέμ Χαντακτζί, το οποίο έγραψε ενόσω έγκλειστος στις ισραηλινές φυλακές. Οι σελίδες 15-22 από το νικηφόρο μυθιστόρημα του Βραβείου Αραβικής Λογοτεχνίας.

 

Τα στενά του προσφυγικού καταυλισμού τον πλακώνουν, τον κυκλώνουν, ζυγώνουν ολοένα και πιο κοντά, μολονότι τα διασχίζει με γοργό βηματισμό. Σοκάκια που του χαλάνε τις μέρες του. Το σημερινό πρωινό δεν αποτελεί εξαίρεση. Η πρωινή δροσιά μαυρίζει κάθε προσδοκία του τριαντάρη νέου που τρέχει να προλάβει το θλιβερό πρωινό του ραντεβού.

Επιταχύνει το βήμα του ο Νουρ Μάχντι Αλ-Σάχντι, παιδί αυτού του καταυλισμού και κάθε καταυλισμού – όλοι ίδιοι είναι έτσι κι αλλιώς, δεν χρειάζονται ονόματα! Έτσι σκεφτόταν ενδόμυχα και δεν το μοιραζόταν με κανέναν γύρω του. Από μικρός προτιμούσε τη σιωπή της παιδικής του ηλικίας ανάμεσα σ’ αυτά τα στενά τσιμεντένια σοκάκια στα οποία ούτε γεννήθηκε, ούτε μεγάλωσε, παρόλα αυτά τον διαμόρφωσαν.

Πίστευε, μάλιστα, ότι είχε ξαναγεννηθεί μέσα σε αυτά τα σοκάκια, σαν από μια κρυφή τους μήτρα, μια μήτρα που μόνο οι τυραννισμένοι αυτού του κόσμου, αυτοί που τη γνώρισαν με το πρώτο τους κλάμα, μπορούν να καταλάβουν. Μια μήτρα από την οποία εκπαιδεύτηκε στην ορφάνια από τα γεννοφάσκια του. Αυτός, ο βασανισμένος, ο πληγωμένος, ο σιωπηλός, ο κυνηγημένος, ο χαμένος κι απόκληρος αυτού του κόσμου. Αυτός ο δύσμοιρος που γεννήθηκε έτοιμος, πάνοπλος με όλα τα υλικά της δυστυχίας, διαθέσιμα και μη, σε αυτά τα σοκάκια. Ποιος ο λόγος λοιπόν για ονόματα;

Δεν έχει σημασία το όνομα του παλαιστινιακού προσφυγικού καταυλισμού, τουλάχιστον μέχρις ότου σημειωθεί εκεί κάποια σφαγή. Τότε μόνο του προστίθεται ένα ακόμα τραγικό όνομα στην ιστορία της ανθρωπότητας μέσα στα τόσα που υπάρχουν. Τότε μόνο αποκτά ‘επωνυμία’ όπως Ταλ Αλ Ζατάρ ή Σάμπρα ή Σατίλα ή Τζενίν ή Αλ Σάτι. Μέχρι στιγμής, πάντως, δεν έχει συμβεί κάποια αξιομνημόνευτη σφαγή. Αυτή είναι άλλωστε η διαφορά του από το εβραϊκό «γκέτο» στην Ευρώπη. Η διαφορά εντοπίζεται στη δυνατότητα να οραματιστείς την τραγωδία, να εντρυφήσεις στις λεπτομέρειές της. Και εκείνοι την επιτέλεσαν και τη σχεδίασαν με τέτοια χειρουργική ακρίβεια, ώστε δημιούργησαν τη διασπορά ενός λαού και καταυλισμούς, όπου βρήκαν καταφύγιο πρόσφυγες σαν τον Νουρ και τους όμοιούς του. Αυτό σάμπως δεν είχε στο νου του κι ο Ελιάς Χούρι στο βιβλίο του «Τα παιδιά του γκέτο;», αναρωτήθηκε ο Νουρ σχεδόν φωναχτά, ενώ στο χέρι του κράταγε μια σακούλα με δυο βιβλία. Το πρώτο, «Ο Φανόν και η Μεταποικιοκρατική Φαντασία» του Νάιτζελ Γκίμπσον, και το δεύτερο, «Τα παιδιά του γκέτο: Το όνομά μου είναι Αδάμ» του Ελιάς Χούρι. Αμέσως μετά, λίγο πριν βγει από το τελευταίο σοκάκι και πάρει την οδό Αλ Κουντς, που οδηγεί στην πόλη Αλ-Μπίρα, αναρωτιέται πάλι: «Ύστερα από εβδομήντα χρόνια και βάλε, θα είναι άραγε ο καταυλισμός μας ένας ακόμα από τους μεγαλύτερους ιστορικούς χώρους στον κόσμο ο οποίος θα υποδεικνύει το μέγεθος της ανθρώπινης βαρβαρότητας;»

Αναρωτιέται ο εξειδικευμένος ιστορικός ερευνητής κι απόφοιτος αρχαιολογίας του πανεπιστημίου της Ιερουσαλήμ και διερωτάται με ειρωνεία: «Υπάρχει άραγε σ’ αυτό το στρατόπεδο των οχτώ χιλιάδων προσφύγων άντρας ή γυναίκα, εκτός από μένα, που να έχει γραφτεί στη σχολή αρχαιολογίας; Τι θ ’απογίνει αυτός ο καταυλισμός και αυτά τα αρχαία;»

Να τη, τον περιμένει στο τέλος του δρόμου, στέκεται εκεί με τη φωτεινή της αύρα και τον βλέπει να πλησιάζει αυτό το πρωινό του Απρίλη, στη μέση του Ραμαζανιού, η γυναίκα αυτή, η οπλισμένη με τόση υπομονή και πείσμα. Την πλησιάζει κρατώντας σταθερή την ανάσα του, σκύβει, της φιλάει το χέρι κι εκείνη τον καλημε- ρίζει με την τρεμάμενη φωνή της γεμάτη αισιοδοξία.

«Καλή σου μέρα, Αμπού Νούρα».

Πόσο ηρεμούσε στο άκουσμα της φωνής της, όταν τον αποκαλεί με το χαϊδευτικό του όνομα. Πόση ανάγκη είχε τη στοργή αυτής της γυναίκας. Είναι η χατζίνα, Φάτιμα Αλ-Μούσα, ή αλλιώς «Ουμ Άντλι», η εξηντάχρονη γυναίκα με το ολοστρόγγυλο σαν φεγγάρι πρόσωπο που αντιστέκεται στο χρόνο και σ’ αυτά τα σοκάκια. Γιατί όχι; Στέκεται έτοιμη με τη λαχτάρα να καίει μέσα της, γιατί όπου να ‘ναι θα πάει επίσκεψη. Επίσκεψη στο γιο της, που δέκα χρόνια τώρα, έχοντας καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη, κρατείται στις σιωνιστικές φυλακές με την κατηγορία της προμελετημένης ένοπλης επίθεσης κατά των δυνάμεων της Κατοχής. Ο Μουράντ, το στερνοπούλι της, είναι φίλος του Νουρ, ο μοναδικός του φίλος σ’ αυτό τον κόσμο.

Ο Νουρ την παρατηρεί προτού πάρουν το δρόμο για την είσοδο Αλ-Μπίρα. Εκεί, μπροστά στην έδρα του Ερυθρού Σταυρού, είναι σταθμευμένο το λεωφορείο που μεταφέρει τις οικογένειες των κρατούμενων που επισκέπτονται τα παιδιά τους στις σιωνιστικές φυλακές της Κατοχής. Ένας δεκάλεπτος ποδαρόδρομος, συνοδεύει την Ουμ Άντλι ως το λεωφορείο κι εκείνη στηρίζεται στο μπράτσο του σ’ όλη τη διαδρομή. Έχει δέκα λεπτά μπροστά του για να σκεφτεί τη μητέρα του και να ανασύρει κοινές μνήμες με τον φίλο του, δέκα λεπτά έχει κι εκείνη για να περπατήσει και να κυλήσει το αίμα στις φλέβες των ποδιών της, πριν ανέβει στο λεωφορείο, το οποίο θα κάνει τέσσερις ώρες να πάει κι άλλες τόσες να γυρίσει. Αυτό το ταξίδι χειμώνα-καλοκαίρι, όπως περιγράφει ο Μουράντ στην αλληλογραφία του με τον Νουρ. «Αυτό το ταξίδι χειμώνα-καλοκαίρι, φίλε μου, που δεν την κουράζει και δεν τη φθείρει, για να με βλέπει όλα κι όλα σαράντα πέντε λεπτά το μήνα, πίσω από το χοντρό τζάμι που μονώνει τα συναισθήματά της. Αν εξαιρέσω το πρόσχημα της ασφάλειας που επικαλείται η Κατοχή προκειμένου να μας στερήσει τα επισκεπτήρια σε εθνικές και θρησκευτικές γιορτές, βλέπω τη μάνα μου τετρακόσια λεπτά πάνω κάτω το χρόνο. Υπάρχουν γιορτές που γιορτάζουμε ή ζητάμε να γιορτάσουμε, φίλε μου, κι άλλες που μας επιβάλλουν να γιορτάσουμε κατά παραγγελία και, όταν αυτές τελειώνουν, παύουν να μας καλοπιάνουν με ανοχή κι υπομονή. Όταν πάλι έχουν εκείνοι κάποια εθνική ή θρησκευτική γιορτή, μας βάζουν σε απομόνωση, μέχρις ότου τελειώσουν οι εορτασμοί κι οι προσευχές, κι ύστερα μας αφήνουν λίγη ώρα ελεύθερους. Ο χρόνος εδώ, ξέρεις, δεν συμβαδίζει με τον χρόνο του έξω κόσμου, έχει άλλη, διαφορετική διάσταση».

Την παρατηρεί πριν αρχίσει το περπάτημα, τη ρωτάει για την υγεία της κι αν έφαγε καλά πριν ξεκινήσει η νηστεία τώρα οπότε θα στερηθεί το φαγητό και το νερό, αν είναι καινούργια η μάσκα της ή όχι, αν έχει μαζί της απολυμαντικό χεριών αυτούς τους καιρούς της καταραμένης πανδημίας του κορονοϊού; Του απαντάει καταφατικά, καθησυχάζοντάς τον μ’ ένα άγγιγμα στον ώμο. Τη βοήθησε, του λέει, ο Θεός κι έκανε το εμβόλιο για να μπορεί να επισκέπτεται τον Μουράντ.

Μετά από λίγο, η Ουμ Άντλι θα επιβιβαστεί στο λεωφορείο και θα πάρει το δρόμο για να επισκεφτεί τον γιο της. Ο λίγος χρόνος που απομένει από τη δεκάλεπτη αυτή διαδρομή, δεν εμποδίζει τον Νουρ να βυθιστεί στις αναμνήσεις.

Τον πλαισιώνουν, τον διαπερνούν και χορεύουν μαζί του στο ρυθμό του τανγκό, δύο βήματα πίσω, ένα εμπρός και το αντίστροφο. Τις γοητεύει με τη σιωπή του, αυτή την παρανοϊκή σιωπή στην οποία έχει εκπαιδευτεί εξ’ απαλών ονύχων και που πάντα κυριαρχούσε σε όλες τις εκφάνσεις της μίζερης οικογενειακής ζωής του.

Η μνήμη του ξεγλιστρά από το σημερινό πρωινό και ταξιδεύει σ’ εκείνο το απόγευμα του Ραμαζανιού, μέσα Αυγούστου του 2011, όταν τριγύριζαν μαζί με τον Μουράντ στα σοκάκια της αγοράς μέσα στον καταυλισμό, ξοδεύοντας την ώρα τους μέχρι το κάλεσμα για τη βραδινή προσευχή και το ιφτάρ*. Τότε, που ο Μουράντ κάλεσε τον Νουρ σε ένα πλούσιο γλέντι με το αγαπημένο του φαγητό, αμπελόφυλλα γεμιστά με ρύζι κι αρνίσιο κιμά. Διψούσε πολύ και είχαν ακόμα δρόμο μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της Ούμ Άντλι. Ο Αύγουστος, με τη ζέστη και την ξηρασία, τους είχε εξουθενώσει. Και η κίνηση των πεζών στα σοκάκια είχε αρχίσει να κόβει όσο πλησίαζε η ώρα του φαγητού. Η πρόσκληση είχε να κάνει με μια ιδιαίτερη περίσταση, ο Νουρ κατάφερε και πέρασε στο πανεπιστήμιο, έπειτα από δύο χρόνια σκληρής δουλειάς προκειμένου να καταφέρει να μαζέψει τα δίδακτρα του πανεπιστημίου και να καλύψει τα έξοδα της φοιτητικής ζωής.

– Δεν βρήκες τίποτα άλλο πέρα από την ιστορία και την αρχαιολογία για να ασχοληθείς; Τον ρώτησε ο Μουράντ περιπαικτικά.

– Τίποτα δεν με συναρπάζει όσο η ιστορία κι η αρχαιολογία, ανταπάντησε αμέσως ο Νουρ.

Ο Μουράντ ήξερε πολύ καλά πως η συζήτηση με τον κοφτό και λιγομίλητο Νουρ θα έκλεινε με επωδό τη γνωστή μεγαλειώδη σιωπή του.

Ο Μουράντ, όπως ακριβώς κι ο φίλος του, ονειρευόταν να πάει κι εκείνος στο πανεπιστήμιο, να σπουδάσει νομική και να καταφέρει να γίνει ένας λαμπρός δικηγόρος, τίμιος και χαρισματικός. Η αλήθεια είναι πως διαθέτει ευγλωττία, είναι ευπροσήγορος, έχει το απαιτούμενο θάρρος και θράσος και μια γερή δόση ειρωνείας, ακόμα και στις πιο ζόρικες συνθήκες. Όσο για τον Νουρ, η επιθυμία να ασχοληθεί με την αρχαιολογία γεννήθηκε μέσα του, όταν ένας Παλαιστίνιος εργολάβος από την κατεχόμενη Ιερουσαλήμ του πρότεινε να δουλέψει δύο εβδομάδες σε μια αρχαιολογική ανασκαφή, η οποία διεξάγονταν υπό την εποπτεία του Αμερικανικού Πανεπιστημίου κάπου στα δυτικά της πόλης, και να κοσκινίζει το χώμα.

Τον συνεπήρε το πάθος με τη γη, όταν ανακάλυψε στις κρύπτες της κομμάτια αγγείων, σφραγίδες, ειδώλια, νομίσματα θαμμένα στο έδαφος εδώ και χιλιάδες χρόνια. Αγγίζει την κρυφή της σπορά, αυτή που δεν αποκαλύπτει τα μυστικά της παρά μόνο σ’ εκείνους που ξέρουν καλά να τη θωπεύουν με τα έμπειρα ακροδάχτυλά τους, γαργαλώντας την ήρεμα κι απαλά, με υπομονή κι επιμονή, ώσπου να αναριγήσει και να αποκαλύψει τα μυστικά της.

Ο Μουράντ, λίγο πριν στρίψουν στο σοκάκι που οδηγεί στο σπίτι του, τον ρώτησε μάλλον περιπαικτικά ετούτη τη φορά:

– Και φυσικά, ο πατέρας σου θα χάρηκε ιδιαίτερα με την πρό- θεσή σου να σπουδάσεις ιστορία και αρχαιολογία…

Ο Νουρ γύρισε προς το μέρος του φανερά εκνευρισμένος. Έστω και για λίγο, το καυστικό σχόλιο του Μουράντ κατάφερε να τον βγάλει απ’ τη σιωπή του. Έτσι, προτού καταφύγει και πάλι στο σιωπηλό του βασίλειο, απάντησε ήρεμα:

– Δεν ξέρω κατά πόσον θα χαιρόταν, αν το μάθαινε!

Ο Μουράντ σφύριξε έκπληκτος…

– Δεν του το έχεις πει ακόμα;

Και πριν προλάβει να απαντήσει ο Νουρ, εκτυλίχθηκε το περιστατικό που τόσο άρτια είχαν σχεδιάσει οι σιωνιστικές δυνάμεις Κατοχής. Κάποια μέλη τους μεταμφιεσμένα με γυναικεία ρούχα άρπαξαν αστραπιαία τον Μουράντ από την κουβέντα με τον Νουρ, τα σοκάκια του προσφυγικού καταυλισμού, το σπίτι και τα παιδικά του χρόνια, τις αναμνήσεις, τα νιάτα και το στρωμένο τραπέζι της μάνας του με τα αμπελόφυλλα. Τον εξαφάνισαν εν ριπή οφθαλμού. Χάθηκε εμπρός από τα μάτια του έντρομου Νουρ. Κρυμμένος στο τσιμεντένιο σοκάκι, δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί, έως ότου άκουσε τις χειροβομβίδες κρότου λάμψης και τον ήχο από τις σφαίρες που έριχναν οι κατοχικές δυνάμεις για να καλύψουν τα νώτα τους την στιγμή κατά την οποία αποσύρονταν από την περιοχή, έχοντας απαγάγει τον παιδικό του φίλο. Στ’ αυτιά του έφτασε και το γοερό κλάμα της Ουμ Άντλι, η οποία μόλις λίγα λεπτά πριν, κρατούσε στο χέρι της τα πιάτα με το νόστιμο φαγητό που είχε ετοιμάσει.

Από εκείνη την καταραμένη νύχτα, ο Νουρ δεν τήρησε ποτέ ξανά τη νηστεία του Ραμαζανιού, τήρησε, όμως, ευλαβικά αυτή τη σιωπή που με τα χρόνια έγινε δεύτερη φύση του. Κι η Ουμ Άντλι έκτοτε δεν μαγείρεψε ποτέ ξανά αμπελόφυλλα στη κουζίνα της. Η Ουμ Άντλι, η οποία διακόπτει απότομα αυτό τον χορό των αναμνήσεων με τη γλυκιά και τρυφερή φωνή της, κάνοντας τη συνηθισμένη ερώτηση που ποτέ δεν θα βαρεθεί να επαναλαμβάνει:

– Πότε θα χαρώ την ώρα που θα ελευθερωθεί ο Μουράντ, να σας παντρέψω και τους δύο την ίδια μέρα;

Για να της απαντήσει δήθεν με ελπίδα κι αισιοδοξία:

– Σύντομα θεία, πολύ σύντομα.

Κι εκείνη, ως συνήθως, άρχισε με το γνωστό της πείσμα, τις προσευχές και τα παρακάλια να ελεήσει ο Αλλάχ την Ουμ Νουρ, τη μητέρα του Νουρ, τη Νούρα Καράντνα, η οποία πέθανε πάνω στη γέννα από ακατάσχετη αιμορραγία πριν προλάβει τα χαρεί τον πρωτότοκο της και τα νιάτα της, αφού δεν είχε κλείσει ακόμα ούτε τα είκοσί της χρόνια. Η Ουμ Άντλι ήταν εκείνη που θρήνησε την ομορφιά της Νούρα, τα γαλανά μάτια και τα ξανθιά μαλλιά της, το λευκό της δέρμα με τις ελιές και τις φακίδες. Ο ήλιος του Λιντ, ήταν η μητέρα σου, Νουρ, μόνο που δεν πρόλαβε να φωτίσει τη μέρα. Το πιο όμορφο κορίτσι της γειτονιάς. Μπορεί να μην κληρονόμησε αναμνήσεις από κείνη, αλλά πήρε τη λάμψη και την ομορφιά της. Κληρονόμησε τα γαλανά της μάτια και τη λευκή επιδερμίδα της. Τα καστανόξανθα μαλλιά του, τα ελαφρώς κοκκινωπά του γένια και τη ψηλόλιγνη κορμοστασιά του τα πήρε απ’ τον πατέρα του.

Η όμορφη αυτή όψη, συνοδευόμενη από μια εξίσου γοητευτική προσωπικότητα, σίγουρα είναι ένα χάρισμα, παρότι μερικές φορές φάνταζε κατάρα με τόσα παρατσούκλια που του κολλούσαν κατά καιρούς οι φίλοι του στα σοκάκια του καταυλισμού: «Αμπού Νούρα», «ο ξένος», «ο Αμερικανός», «Αλ Σκανάτζι». Σφίγγει την τσάντα στο χέρι του για να διώξει απ’ τη σκέψη του τον απόηχο από αυτό το τελευταίο παρατσούκλι. Στη σακούλα έχει μέσα δύο βιβλία, στο ένα από αυτά έχει περάσει λαθραία το γράμμα για τον φίλο του Μουράτ. Λέξεις μικροσκοπικές, αχνογραμμένες με μολύβι, για να μην πάρουν τίποτα χαμπάρι οι δεσμοφύλακες στον έλεγχο ρουτίνας που κάνουν προκειμένου να βεβαιωθούν πως δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος να απειλεί την ύπαρξη τους. Τον τρόπο αυτόν γραφής του τον έμαθε ο Μουράντ, ο οποίος εκμεταλλεύτηκε την αντικατάσταση των νέων βιβλίων με παλιά στο μηνιαίο επισκεπτήριο, ως κρυφό τρόπο επικοινωνίας. Ο Μουράντ, ο οποίος διάλεξε να μετατρέψει τον Γολγοθά του στη φυλακή σε μονοπάτι γνώσης και πολιτισμού, ένα μονοπάτι που οδηγεί στην ελευθερία, την εσωτερική ελευθερία, εκείνη της ψυχής και του μυαλού…

«Η φυλακή είναι βαριά κι ασήκωτη, φίλε μου Νουρ, βαριά κι ασήκωτη. Αυτή τη φράση είχε πει ο Μαχμούντ Νταρουίς την πρώτη φορά στο κελί του, πάνω στη νοσταλγία του για τον καφέ και το ψωμί της μάνας του. Δεν είχα αντιληφθεί τη βαρύτητα αυτής της φράσης μέχρι που βίωσα τι θα πει φυλακή».

 Basim Khandaqji

2024

 

*ΣτΜ: Ιφτάρ ονομάζεται το γεύμα που τρώνε οι μουσουλμάνοι αμέσως μετά τη δύση του ήλιου καθώς αυτό σηματοδοτεί τη λήξη της νηστείας κατά τη διάρκεια του Ραμαζανιού. Το τελευταίο γεύμα πριν την έναρξη της νηστείας, ονομάζεται σουχούρ και καταναλώνεται πριν την ανατολή του ηλίου.

share