Μιμούμενοι το ευρωπαϊκό πρότυπο της εποικιστικής αποικιοκρατίας – του Σωτήρη Λίβα

Κυριακή 19/1/2025

Το εξής κείμενο κοσμεί τις πρώτες σελίδες της ελληνικής έκδοσης του βιβλίου “Για την Παλαιστίνη” (εκδόσεις Σάλτο) του Νόαμ Τσόμσκι και Ιλάν Παπέ, αποτελώντας την Εισαγωγή του.

 

Γράφοντας το 1962, σε άρθρο του με τον χαρακτηριστικό τίτλο The State as Reprisal, που περιελήφθη αργότερα στον τόμο δοκιμίων Under this Blazing Light[1], o Άμος Οζ εξέθεσε κάποιες σκέψεις του για αυτό που ο ίδιος χαρακτήριζε ως τον συνεχή εσωτερικό «διάλογο» με το εβραϊκό παρελθόν – έναν διάλογο που βρίσκεται στα θεμέλια του Ισραήλ, αλλά και που συνεχίζει να ορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τον ίδιο τον τρόπο λειτουργίας και τη φύση της χώρας: «Αυτή, σε μικρογραφία, είναι όλη η αρρώστια της κατάστασής μας: μίσος του παρελθόντος μας, καταπίεση αισθημάτων κατωτερότητας μέσω επίδειξης της πλέον ωμής αλαζονείας, προσπάθεια να εντυπωσιάσουμε τους Εθνικούς με τρόπους που δεν θα τους φαίνονται πλέον εβραϊκοί. Αυτή είναι η αρρώστια που ο Αχάντ Χα’άμ αποκαλούσε «σκλαβιά μέσα στην ελευθερία» … Αποτέλεσμα της πλέον βασανιστικής επιθυμίας να γίνουμε πιο Εθνικοί από τους Εθνικούς … Είναι ο τρόπος του να αντιλαμβάνεται κανείς το εβραϊκό κράτος ως μια διαρκή πράξη αντιποίνων, ως μια αιώνια ρεβάνς ενάντια … στο σκοτεινό παρελθόν των Εβραίων της διασποράς». Και αυτή η επιθυμία αντεκδίκησης αποτυπώνεται με τον πλέον εκφραστικό τρόπο στο ποίημα του Σαούλ Τσερνιτσόφσκι Η μελωδία μου:

Μια μελωδία από αίμα και φωτιά

Σκαρφαλώστε στα βουνά, ορμήστε στις κοιλάδες

Και ό, τι βρείτε – κάντε το δικό σας

Η ίδρυση του κράτους του Ισραήλ, μας λένε οι Παπέ-Τσόμσκι, ενσωματώνει αυτή τη διπλή επιθυμία: από τη μια μεριά του να σβηστεί για πάντα η εικόνα του παθητικού, χαμερπούς, υπόδουλου στην ουσία, αλλά συγχρόνως φθονερού Εβραίου, μια εικόνα που καθόρισε την υποδομή του ευρωπαϊκού υποσυνείδητου στον ίδιο βαθμό με τον σταυρό, τον Μεσσία και τον Διάβολο[2] και από την άλλη μεριά του να αντιγραφούν οι τρόποι και οι μέθοδοι, αλλά και η ίδια η ιστορία της Ευρώπης, κατά τη μίμηση ενός προτύπου που έχει ως σημαντικότερο στολίδι στο στέμμα του την εποικιστική κατάκτηση και την αποικιοκρατική εκμετάλλευση. Και αν το πρώτο στοιχείο αποτυπώνεται σε αυτό που οι Παπέ-Τσόμσκι (αλλά και άλλοι, οι Εγιάλ Μπεν-Άρι, Ένταν Λόμσκυ-Φέντερ[3], Μάιρον Αρόνοφ[4], Ιλάν Γκραϊλσάμερ[5] ανάμεσά τους) χαρακτηρίζουν αποσιώπηση του Ολοκαυτώματος ως το 1967, το δεύτερο συναρτάται και σχετίζεται με τη συστηματική προσπάθεια επέκτασης των εποικισμών σε όλο το Ερέτζ Ισραέλ[6], με τη μεθοδική υποτίμηση και υποβάθμιση όλων των μη Εβραίων (αλλά, σε ένα βαθμό, ακόμη και εκείνων των Εβραίων που δεν κατάγονταν από την Ευρώπη), με την άρνηση της Νάκμπα, με την επιβολή ενός καθεστώτος αποκλεισμών στη Δυτική Όχθη, με τη ρατσιστικής μεθοδολογίας αποανθρωποποίηση των Παλαιστινίων στον δημόσιο λόγο, με την αυτοαναφορική δικαιολόγηση πράξεων εθνοκάθαρσης και εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας στη Γάζα. Αλλά, πάνω απ’ όλα, με τη χρήση της ίδιας γνωστής, παλιάς αποικιοκρατικής επιχειρηματολογίας περί χαρακτηρισμού της Παλαιστίνης ως terra nullius, περί μεταφοράς του ευρωπαϊκού πολιτισμού στην άδεια γη, περί «σταγόνας δημοκρατίας και ελεύθερου πνεύματος» μεταξύ των βαρβάρων.

Οι Παπέ-Τσόμσκι ξεκινούν από αυτό ακριβώς το παρελθόν, θεωρώντας ότι το μεγάλο πρόβλημα βρίσκεται πράγματι εκεί: στη μη κατανόηση της φύσης και της ιδεολογίας του όλου εποικιστικού σχεδίου του σιωνισμού. Η αναγνώριση της ουσίας του μπορεί να μας οδηγήσει σε μια αλλαγή του τρόπου που μιλάμε για το θέμα, σε μια ανατροπή του κυρίαρχου αφηγήματος που με τη σειρά της θα συμβάλει στην, κατά Γκράμσι, αμφισβήτηση του ηγεμονικού πλαισίου. Και στο επίκεντρο, στην καρδιά των συζητήσεών τους, που αποτυπώνονται στις σελίδες του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας, υπάρχει ένα ερώτημα: γιατί ενώ ασκείται κριτική σε επιμέρους πολιτικές αποφάσεις και πράξεις του Ισραήλ, η φύση και η ιδεολογία του παραμένουν προστατευμένες, στο απυρόβλητο;

Η δική μου, προσωπική, προσέγγιση είναι ότι στο συγκεκριμένο ζήτημα, όπως συμβαίνει με όλα τα πραγματικά κρίσιμα ζητήματα, η ερώτηση είναι πολύ σημαντικότερη τυχόν απαντήσεων που μπορεί να δοθούν. Και οι απαντήσεις που βγαίνουν μέσα από την κοπιώδη διαλεκτική διαδικασία των συζητήσεων μεταξύ Τσόμσκι, Παπέ και Μπαρά αποκαλύπτουν μέρος μόνο ενός πολύπλοκου, πολυπαραγοντικού πε- ριβάλλοντος (πολιτική και στρατιωτική σημασία Ισραήλ για δυτικά συμφέροντα, ισλαμοφοβία, αντισημιτισμός, δυτικές ενοχές, σημασία χριστιανικού σιωνισμού, επίδραση λόμπι, το Ισραήλ ως σύμβολο δυτικής παρουσίας στην πολιτική έρημο της Μέσης Ανατολής κλπ) το οποίο συμπυκνώνεται όμως πολύ εύκολα σε μια και μόνη λέξη: αποικιοκρατία. Στη δυτική αποικιοκρατία και τη σημασία της για την κατανόηση της φύσης του σιωνισμού επιστρέφουν συνεχώς οι Παπέ-Τσόμσκι, προσφέροντας έναν απολύτως συνεκτικό και βαθύ τρόπο ενατένισης της, κατά Οζ, «ελληνικής τραγωδίας» της Παλαιστίνης.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της συγκεκριμένης νοοτροπίας είναι ο φονταμενταλιστικός σιωνισμός, ένα ρεύμα με ασύμμετρα βαρύνουσα σημασία στα σύγχρονα πολιτικά πράγματα του Ισραήλ. Στον φονταμενταλιστικό σιωνισμό, η γη, η πίστη και το μεταφυσικό όραμα της άφιξης του Μεσσία ταυτίζονται – με έναν τρόπο καθολικό και απόλυτο. Και αυτή η ταύτιση επιτρέπει μια επίδειξη ανεκτικότητας προς τον κοσμικόδοξο, και συνεπώς άπιστο, χαρακτήρα του κράτους και της κοινωνίας – με την προϋπόθεση βεβαίως ότι δεν τίθενται εμπόδια στο μεγάλο σχέδιο της επέκτασης των εποικισμών σε όλη την επιφάνεια του βιβλικού Ερέτζ Ισραέλ. Ο σπόρος της πεποίθησης ότι οι πιστοί μπορούν να επισπεύσουν την έλευση του Μεσσία και το Τέλος των Ημερών μέσω της εγκατάστασής τους στο σύνολο του Ερέτζ Ισραέλ είχε τεθεί από τον χαρισματικό ραβίνο Αβραάμ Ισαάκ Κούκ (1865 – 1935), ο οποίος, ως ραβίνος της Γιάφας (1904 – 1914), αντιμετώπιζε τους άθεους Εβραίους εποίκους στην Παλαιστίνη όχι ως αντιπάλους, αλλά ως όργανα του θεϊκού πνεύματος που διαποτίζει τα πάντα και κάνει «τα τέκνα του Ισραήλ να αναζητούν συνεχώς τον Κύριό τους»[7]. Ο Κούκ έδινε ιδιαίτερη σημασία στον ξεχωριστό χαρακτήρα του εβραϊκού έθνους, έναν χαρακτήρα που, στην πραγματικότητα, δεν θα μπορούσε ποτέ να αποκοπεί από τη θρησκευτική πίστη. Και ο χαρακτήρας αυτός ήταν άρρηκτα συνδεδεμένος, σύμφωνα με τον ίδιο τον Κούκ, με την ίδια τη «μοναδική ιερότητα του Ερέτζ Ισραέλ, που από μόνη της έχει τη δύναμη να αντισταθεί στο κακό και να αποκαλύψει μια για πάντα τη θεία ποιότητα του εβραϊκού έθνους». H εξιλέωση των πιστών, άλλωστε, δεν έρχεται ως αποτέλεσμα της μετάνοιάς τους για τις αμαρτίες τους, αλλά συνδέεται με κάτι άλλο, πολύ σημαντικότερο: με την ίδια την ίδρυση του κράτους του Ισραήλ και με τη συνεχή επέκτασή του μέχρι ταύτισης της εδαφικής του επικράτειας με τα βιβλικά όρια του Ερέτζ Ισραέλ. Η επαναστατική, στον πυρήνα της, κοσμοθεωρία του Κούκ οδήγησε στο κίνημα Γκούς Εμουνίμ (Gush Emunim). Οι διδασκαλίες του Κούκ, ενσωματωμένες στο ιερό βιβλίο του κινήματος Ορότ (Orot, Τα Φώτα), συνδέθηκαν με τον πλέον ξεκάθαρο και απροκάλυπτο μιλιταρισμό. Το Γκούς Εμουνίμ (Η Παράταξη των Πιστών) ταυτίστηκε με αυτό που στο Ισραήλ αποκαλείται «ιδεολογικός εποικισμός», δηλαδή με την ιδεολογικά υποκινούμενη προσπάθεια οικοδόμησης οικισμών Εβραίων στα κατεχόμενα, εν μέσω αραβικού πληθυσμού. Το κίνημα, χρησιμοποιώντας ως πολεμική κραυγή του το «Καλύτερα νεκροί παρά παραβάτες του Νόμου» του υιού Κούκ, πρωτοστατεί στην άνευ συζήτησης απόρριψη της οποιασδήποτε σκέψης για παράδοση εδαφών ή για διάλυση εποικισμών.

Ο φονταμενταλιστικός σιωνισμός έχει ιδιαίτερη σημασία και υπό μια διαφορετική έννοια. Συνδέεται με τη μαζική εισροή μεταναστών από τις πρώην ανατολικές χώρες και τη Σοβιετική Ένωση, μεταναστών που εμφορούνταν από συντηρητικές απόψεις και που αποστρέφονταν τον «σοσιαλισμό» των Εργατικών. Για αυτούς τους μετανάστες, η αποδοχή του φονταμενταλιστικού μηνύματος σήμαινε τόσο την ανάληψη μιας ηθικής αποστολής που θα οδηγούσε χωρίς άλλο στην ολοκλήρωση των προσδοκιών όλων των προηγούμενων γενεών του εβραϊκού έθνους, όσο και την αντιμετώπιση των αμεσότερων εγκόσμιων προβλημάτων τους (π.χ. την εξασφάλιση στέγης, την ασφάλεια κλπ). Από αυτά τα φτωχότερα, πολλές φορές περιφρονημένα κοινωνικά στρώματα πληθυσμού, προέρχεται μεγάλο μέρος της εκλογικής πελατείας ακροδεξιών κομμάτων στο Ισραήλ, κομμάτων και παρατάξεων που στηρίζουν την κυβέρνηση Νετανιάχου. Στο σημείο αυτό μάλλον δικαιώνεται ο Παπέ, του οποίου η απαισιόδοξη πρόβλεψη για την εξέλιξη της συμπεριφοράς της κοινωνίας και του πολιτικού κατεστημένου στο Ισραήλ μοιάζει να απαντά στην ευχή του Τσόμσκι περί πιθανής απονομιμοποίησης της πολιτικής του Ισραήλ στο εσωτερικό του. Η ουσιαστική υποστήριξη ενός μεγάλου μέρους της ισραηλινής κοινωνίας στον τρόπο διεξαγωγής του πολέμου στη Γάζα επιβεβαιώνει μάλλον τον πρώτο. Και εδώ αξίζει, νομίζω, να σημειώσουμε το εξής: οι όποιες, ακόμη και έντονες, διεκδικήσεις δικαιωμάτων κατά το προηγούμενο του πολέμου διάστημα στο Ισραήλ είχαν ως σημείο εστίασης τους Εβραίους κατοίκους του Ισραήλ και δεν σχετίζονταν, ούτε στο παραμικρό, με τη βελτίωση της ζωής των Παλαιστινίων στη Δυτική Όχθη, στη Γάζα ή στο Ισραήλ. Άλλωστε, όπως παρατηρεί ο Τσόμσκι: «Στο Ισραήλ … υπάρχει μια διάκριση ανάμεσα στην ιδιότητα του πολίτη και την εθνικότητα. Δεν υπάρχει ισραηλινή εθνικότητα. Δεν μπορείς να είσαι Ισραηλινός ως προς το έθνος … [πρόκειται για] εννοιολογική ανωμαλία του εβραϊκού κράτους, που δεν έχει αντίστοιχο στο σύγχρονο διεθνές πολιτικό σύστημα».

Αυτή η «εννοιολογική ανωμαλία» μας οδηγεί πίσω στην ουσιαστική αφετηρία του βιβλίου: τον εποικιστικό χαρακτήρα του σιωνισμού, που μπολιάζει κάθε απόφαση, κάθε ενέργεια του ισραηλινού κράτους και που χρωματίζει αναπόφευκτα κάθε πτυχή του Παλαιστινιακού. Η επικέντρωση σε αυτό το συγκεκριμένο στοιχείο αποτελεί συγχρόνως και ένα εξαιρετικά χρήσιμο μέσο για την απαλλαγή της συζήτησής μας (της όποιας συζήτησής μας για το θέμα αυτό) από οποιαδήποτε υποψία, καταγγελία, κατηγορία αντισημιτισμού. Και αυτό γιατί αποκαθάρει τη διαπραγμάτευση από κάθε αναφορά σε υποτιθέμενα εγγενή χαρακτηριστικά της φύσης του εβραϊκού λαού και από την παραμικρή σύνδεση των γεγονότων αυτών με το Ολοκαύτωμα. Ο αντισημιτισμός δεν μπορεί να αποτελέσει εργαλείο ερμηνείας της συμπεριφοράς του ισραηλινού κράτους, μπορεί μόνο να χρησιμοποιηθεί ως πρόσχημα και δικαιολογία για ενδυνάμωση συνδρόμων θυματοποίησης και για συνέχιση της ίδιας ακριβώς πολιτικής εθνοκάθαρσης και εποικισμού. Και βεβαίως με τον τρόπο αυτό, γίνεται ολοφάνερος και εξηγείται με τον πιο πειστικό τρόπο ο θαυμασμός της εγχώριας και διεθνούς ακροδεξιάς για τον, από μέρους του ισραηλινού κράτους, χειρισμό του «προβλήματος» — ένας θαυμασμός ακατανόητος αν μείνει κανείς στο επίπεδο του αντισημιτισμού και του ρατσιστικού φυλετισμού που στρέφεται βεβαίως κατά ανθρώπων και όχι κατά κρατών!

Θα μπορούσε κανείς να εστιάσει σε πολλά, ιδιαίτερα σημεία του τρόπου με τον οποίο οι Παπέ-Τσόμσκι αναλύουν την κατάσταση: το πώς, για παράδειγμα, το παρελθόν (ο τρόπος γέννησης του σιωνισμού) τροφοδοτεί το παρόν και καθορίζει τον τρόπο με τον οποίο πρέπει να βλέπουμε το μέλλον. Ή τα επιχειρήματά τους για την απόρριψη της λύσης των δυο κρατών υπέρ της πρότασης ενός ενιαίου, δημοκρατικού κράτους που θα προσφέρει τα εχέγγυα για την ισότιμη ανάπτυξη των δυο κοινοτήτων. Ή τη συστηματική παρουσίαση των ομοιοτήτων με το καθεστώς απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική. Ή, τέλος, την ορθότατη επιμονή στην ανάγκη αλλαγής των οικονομικών δομών που στηρίζουν τις εγγενείς ανισότητες στο Ισραήλ και την Παλαιστίνη. Θα μπορούσε επίσης να σχολιάσει κανείς τον ίδιο τον τρόπο που φτιάχτηκε το βιβλίο, ως συνέχεια του προηγούμενου[8], αλλά με μια σημαντική προσθήκη: οι συζητήσεις μεταξύ των τριών «παραγόντων» του έργου γίνονται πλέον πρόσωπο με πρόσωπο, ζωντανά, με ό,τι αυτό προσθέτει στην ένταση των (ελάχιστων) διαφωνιών και την αποδοχή των (πολλών) συναινέσεων.

Θα προτιμήσω να επικεντρωθώ σε αυτό που με ενδιαφέρει προσωπικά: στο πώς ο λόγος χρησιμοποιείται για να περιθωριοποιήσει μια ολόκληρη εθνική ομάδα, για να αφαιρέσει λόγο ύπαρξης (κοινωνικής και βιολογικής) από τους κατοίκους της Γάζας, για να αιτιολογήσει συμπεριφορές. Αλλά δεν αρκεί, νομίζω, να μιλήσει κανείς για τη συνεχή χρήση του όρου «κτήνη» από την πλευρά αξιωματικών των IDF για όσους σηκώνουν όπλα εναντίον τους ή να αναφερθεί στην παλαιότερη, γνωστή, ρήση του πρώην υπουργού Εξωτερικών και Εθνικής Άμυνας του Ισραήλ Άβιγκντορ Λίμπερμαν: «Δεν υπάρχουν αθώοι στη Γάζα της Χαμάς». Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι οι συνεχείς μεταλλάξεις αυτής της ρητορικής μίσους, που συγχρόνως προσαρμόζεται, σαν άλλος χαμαιλέων, στο περιβάλλον του και που προβάλλει, για παράδειγμα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, «το χάος που χωρίζει το ισλαμικό από όλα τα άλλα συστήματα διακυβέρνησης και εξουσίας», σύμφωνα με κείμενο του ίδιου του Νετανιάχου[9]. Και αυτό ακριβώς αποτελεί τη μεγάλη επιτυχία αυτών των συζητήσεων μεταξύ Παπέ και Τσόμσκι: καταφέρνουν και εξερευνούν αυτό το «χάος» που υποτίθεται ότι χωρίζει «εμάς» και «εκείνους» και μέσα από αυτό βγάζουν ανισότητα, καταπίεση, ασφυξία, έλλειψη προοπτικών, θάνατο, βία, άρνηση του παρελθόντος, μνημοκτονία, εθνοκάθαρση και την αδιαφορία της διεθνούς κοινότητας.

Οι πρόσφατες διαμαρτυρίες, διαδηλώσεις και καταλήψεις στα αμερικανικά πανεπιστήμια, που πέρασαν και στα ευρωπαϊκά ακαδημαϊκά ιδρύματα (με ελαφρώς διαφορετική μορφή και ένταση) σχετίζονταν βεβαίως με τον πόλεμο στη Γάζα και είχαν ως κύρια αιτία τις βιαιοπραγίες του ισραηλινού στρατού, συνδέονταν όμως και με τον τρόπο λειτουργίας των ίδιων των πανεπιστημίων, τον έλεγχο των χρηματοδοτήσεων της έρευνας (από εταιρείες ισραηλινών συμφερόντων και από την πολεμική βιομηχανία) και τα όρια της έκφρασης άποψης των μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Και όπως συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις, ο πόλεμος για τα όρια της ελευθερίας της έκφρασης είχε ως κύριο θύμα του αυτήν ακριβώς την ελευθερία. Οι συλλήψεις φοιτητών και καθηγητών, οι απειλές για επέμβαση του στρατού στα πανεπιστημιακά κάμπους, η «τιμωρία» των καταληψιών ακόμα και με την υποχρεωτική τηλοψία επεισοδίου της γνωστής σειράς The Simpsons[10], ο στιγματισμός των διαδηλωτών ως αντισημιτών – όλα αυτά είναι σημάδια πολιορκίας του ελεύθερου χώρου του πανεπιστημίου, ενός χώρου που, έτσι κι αλλιώς, εδώ και πολλά χρόνια δέχεται έντονες πιέσεις. Αλλά μαζί με τον ελεύθερο χώρο της ακαδημαϊκής οντότητας, υπό πολιορκία είναι και ό,τι αυτός ο χώρος αντιπροσωπεύει: η σκέψη, η ορθή κρίση, η βάσανος της ανάλυσης και της μεθόδου. Και μαζί τους κινδυνεύουν και όσοι δεν καταφεύγουν σε εύκολα συμπεράσματα, όσοι εξετάζουν τα πράγματα με ψυχραιμία, όσοι προτιμούν να πλαισιώνουν τα αντικείμενα της έρευνάς τους, εντάσσοντάς τα στο γενικότερο περιβάλλον τους.

Υπό αυτή την έννοια, η περίφημη απάντηση της Claudine Gay, Προέδρου του Συμβουλίου Διοίκησης του Χάρβαρντ κατά τη διάρκεια της εξέτασής της ενώπιον του Κογκρέσου ότι «κάθε θέμα για να γίνει κατανοητό πρέπει να ενταχθεί στο συγκεκριμένο του πλαίσιο» είναι συμβολική μιας γενικότερης αντιπαράθεσης που στο επίκεντρό της έχει το είδος του λόγου που είναι επιθυμητό ή ακόμα και ανεκτό στις δυτικές κοινωνίες[11]. Και όταν η ένταξη του θέματος του αντισημιτισμού στο συγκεκριμένο του context γίνεται δεκτή από την άλλη πλευρά με σλόγκαν όπου το Mein Kampf μετατρέπεται σε Mein Context και όπου το Χάρβαρντ βαφτίζεται Hamas University (συνοδευόμενο από συνθήματα του στυλ Shame on You), καταλαβαίνει κανείς ότι τα περιθώρια του ελεύθερου λόγου στον δυτικό κόσμο όλο και στενεύουν. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο έχει ιδιαίτερη σημασία σήμερα η έκδοση αυτού του βιβλίου – ενός βιβλίου που με ψυχραιμία, ανθρωπισμό και μαχητικότητα παρουσιάζει τον τρόμο και την απελπισία του να ζει κανείς στη σημερινή Παλαιστίνη.

Σωτήρης Στ. Λίβας*

Ιούνιος 2024

[1] Canto, 1979, 63-69.

[2] Amos Oz, Under the blazing light, 81.
[3] Cultural Constructions of War and the Military in Israel στο Edna Lomsky – Feder, Eyal Ben – Ari (eds), The Military and Militarism in Israel, State Uni- versity of New York Press, 1999, 1-35
[4] Wars as Catalysts of Political and Cultural Change, στο Edna Lomsky – Fed- er, Eyal Ben – Ari (eds), The Military and Militarism in Israel, State University of New York Press, 1999, 37-56
[5] H νέα ιστορία του Ισραήλ (μετάφραση, Αλέξανδρος Ζαγκούρογλου), Καστα- νιώτης, 2000, 239-306
[6] (Εβραϊκά): Γη του Ισραήλ. Η έκτασή του ταυτίζεται με αυτήν των εβραϊκών βασιλείων του Δαυίδ και του Σολομώντα (1010 – 930 π.Χ).

[7] Gideon Aran, The Father, the Son and the Holy Land στο Scott Appleby, Spokesmen for the Despised, The University of Chicago Press, 1997, 299.

[8] Gaza in Crisis: Reflections on Israel’s War Against the Palestinians, 2010, Penguin

[9] Benjamin Netanyahu, Terrorism: How the West can win, New York, Farrar, Strauss, Giroux, 1986

[10] https://apnews.com/article/nyu-israel-gaza-protests-discipline-apolgy-simp- sons-69269d672fead4aa5c08c3c1cc958cfd (τελευταία πρόσβαση: 5/6/2024)
[11] https://www.insidehighered.com/opinion/views/2024/01/09/thoughts-context- claudine-gays-resignation-opinion (τελευταία πρόσβαση: 5/6/2024)

Ο Σωτήρης Λίβας είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πρόεδρος του τμήματος Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2018-2022), Διευθυντής του Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών “Πολιτική, Γλώσσα και Διαπολιτισμική Επικοινωνία” (2018-2022), συντονιστής του προγράμματος πρακτικής άσκησης του TΞΓΜΔ (2010-2022) και διευθυντής του εργαστηρίου Γλώσσα και Πολιτική. Είναι πτυχιούχος της Νομικής Σχολής του ΕΚΠΑ (1989), έχει κάνει μεταπτυχιακές σπουδές στο Πάντειο και κατέχει διδακτορικό τίτλο στις διεθνείς σχέσεις από το Ιόνιο Πανεπιστήμιο (2004).

Έχει δημοσιεύσει πέντε μονογραφίες, πενήντα επιστημονικά άρθρα και πέντε κεφάλαια σε συλλογικούς τόμους. Έχει επίσης μεταφράσει πέντε βιβλία και επιμεληθεί επιστημονικά άλλα τέσσερα. Έχει συμμετάσχει σε τρία επιστημονικά προγράμματα και λάβει μέρος σε πολλά συνέδρια με θέμα τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη Μέση Ανατολή. Ερευνητικά του ενδιαφέροντα είναι η θέση και ο ρόλος της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή, τα μεταναστευτικά ρεύματα από τη Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη, οι εκφράσεις του ριζοσπαστικού Ισλάμ, η ανάδυση της κοινωνίας των πολιτών στην Τουρκία και τη Μέση Ανατολή, η ανάλυση πολιτικού λόγου. Είναι μεταξύ άλλων συγγραφέας έξι βιβλίων.

share