Οι φάκελοι του Μεγάλου Αδερφού – του Ilan Pappé (+Διεθνής Αμνηστία)

Σάββατο 22/3/2025

Από το βιβλίο του Ιλάν Παπέ “Η Εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης” (Σειρά Κάλλιστος). Συγκεκριμένα, από το Υποκεφάλαιο “ΟΙ ΦΑΚΕΛΟΙ ΤΩΝ ΧΩΡΙΩΝ” στο Κεφάλαιο “Η προσπάθεια για ένα αποκλειστικά εβραϊκό κράτος”. Το σύγχρονο αντίστοιχο του τότε ολοκληρωτικής φύσεως φακελώματος είναι αυτό που η Διεθνής Αμνηστία αποκαλεί Αυτοματοποιημένο Απαρτχάιντ [Automated Apartheid]…

 

Χρειαζόταν κάτι περισσότερο από την απλή απόλαυση του ενθουσιασμού της επίθεσης σε ένα παλαιστινιακό χωριό: απαιτούνταν συστηματικός σχεδιασμός. Η πρόταση προήλθε από έναν νεαρό γυαλάκια ιστορικό από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο, τον Μπεν Τσιόν Λούρια, τότε υπάλληλο του εκπαιδευτικού τμήματος της Εβραϊκής Υπηρεσίας. Ο Λούρια επεσήμανε πόσο χρήσιμο θα ήταν να υπάρχει ένα λεπτομερές μητρώο όλων των αραβικών χωριών και πρότεινε στο Εβραϊκό Εθνικό Ταμείο να προβεί σε μια τέτοια καταγραφή. «Αυτό θα βοηθούσε σημαντικά στην ανάκτηση της γης», έγραψε στο ΕΕΤ.[1] Δεν θα μπορούσε να είχε επιλέξει καλύτερο ακροατήριο: η πρωτοβουλία του να εμπλέξει το ΕΕΤ στην προοπτική εθνοκάθαρσης θα έδινε πρόσθετη ώθηση και ζήλο στα σχέδια εκδίωξης που ακολούθησαν.

Το ΕΕΤ ιδρύθηκε το 1901 και αποτέλεσε το κύριο σιωνιστικό εργαλείο για τον εποικισμό της Παλαιστίνης. Χρησίμευσε ως ο οργανισμός που χρησιμοποιούσε το σιωνιστικό κίνημα για να αγοράσει παλαιστινιακή γη, στην οποία έπειτα εγκαθιστούσε Εβραίους μετανάστες. Εγκαινιάστηκε από το πέμπτο Σιωνιστικό Συνέδριο και πρωτοστάτησε στη σιωνοποίηση της Παλαιστίνης καθ’ όλη τη διάρκεια των ετών της Εντολής. Από την αρχή σχεδιάστηκε για να γίνει ο «επίτροπος», για λογαριασμό του εβραϊκού λαού, της γης που απέκτησαν οι σιωνιστές στην Παλαιστίνη. Το ΕΕΤ διατήρησε αυτό το ρόλο και μετά τη δημιουργία του κράτους του Ισραήλ, ενώ με την πάροδο του χρόνου προστέθηκαν και άλλες αποστολές στον πρωταρχικό του ρόλο.[2]
Οι περισσότερες από τις δραστηριότητες του ΕΕΤ κατά τη διάρκεια της Εντολής και κατά τη διάρκεια της Νάκμπα ήταν στενά συνδεδεμένες με το όνομα του Γιόσεφ Βάιτς (Yossef Weitz), του επικεφαλής του εποικιστικού τμήματος. Ο Βάιτς ήταν η πεμπτουσία του σιωνιστή αποικιοκράτη. Κύρια προτεραιότητά του εκείνη την εποχή ήταν η διευκόλυνση της έξωσης των Παλαιστινίων ενοικιαστών από την αγορασθείσα από απόντες γαιοκτήμονες γη, οι οποίοι ήταν πιθανό να ζούσαν σε κάποια απόσταση από τη γη τους ή ακόμη και εκτός της χώρας, καθώς το σύστημα της Εντολής είχε δημιουργήσει σύνορα εκεί που πριν δεν υπήρχαν. Σύμφωνα με την παράδοση, όταν η ιδιοκτησία ενός χωραφιού, ή ακόμη και ενός ολόκληρου χωριού, άλλαζε χέρια, αυτό δεν σήμαινε ότι οι ίδιοι οι αγρότες ή οι χωρικοί έπρεπε να μετακινηθούν[3]: η Παλαιστίνη ήταν μια γεωργική κοινωνία και ο νέος ιδιοκτήτης χρειαζόταν τους ενοικιαστές για να συνεχίσει να καλλιεργεί τη γη του. Όμως, με την έλευση του σιωνισμού όλα αυτά άλλαξαν. Ο Βάιτς επισκεπτόταν προσωπικά το νεοαγορασμένο χωράφι, συχνά συνοδευόμενος από τους στενότερους συνεργάτες του, και ενθάρρυνε τους νέους Εβραίους ιδιοκτήτες να διώξουν τους ντόπιους ενοικιαστές, ακόμη και αν ο ιδιοκτήτης δεν έκανε χρήση ολόκληρου του χωραφιού. Ένας από τους στενότερους βοηθούς του Βάιτς, ο Γιοσέφ Ναχμάνι (Yossef Nachmani), κάποια στιγμή του ανέφερε ότι, «δυστυχώς», οι ενοικιαστές αρνούνταν να φύγουν και ορισμένοι από τους νέους Εβραίους ιδιοκτήτες γης επέδειξαν, όπως είπε, «δειλία, σκεπτόμενοι την επιλογή να τους επιτρέψουν να παραμείνουν».[4] Ήταν δουλειά του Ναχμάνι και άλλων βοηθών να διασφαλίσουν ότι τέτοιες «αδυναμίες» δεν θα εξακολουθούσαν να υφίστανται: υπό την εποπτεία τους, οι εξώσεις αυτές έγιναν γρήγορα πιο ολοκληρωμένες και αποτελεσματικές.

Τα αποτελέσματα αυτών των δραστηριοτήτων παρέμειναν τότε περιορισμένα, επειδή οι σιωνιστικοί πόροι ήταν τελικά λιγοστοί, η αντίσταση των Παλαιστινίων σθεναρή και η βρετανική πολιτική απαγορευτική. Μέχρι το τέλος της Εντολής το 1948, η εβραϊκή κοινότητα κατείχε περίπου το 5,8% της γης στην Παλαιστίνη. Υπήρχε, όμως, όρεξη για περισσότερη, έστω για να διευρυνθούν οι διαθέσιμοι πόροι και να εμφανιστούν νέες ευκαιρίες∙ γι’ αυτό και ο Βάιτς μίλησε με ενθουσιασμό όταν άκουσε για τους φακέλους των χωριών, προτείνοντας αμέσως τη μετατροπή τους σε «εθνικό σχέδιο».[5]

Όλοι οι εμπλεκόμενοι έγιναν ένθερμοι υποστηρικτές της ιδέας. Ο Γιτζάκ Μπεν Τσβι (Yitzhak Ben-Zvi), εξέχον μέλος της σιωνιστικής ηγεσίας, ιστορικός και μετέπειτα δεύτερος πρόεδρος του Ισραήλ, εξήγησε σε επιστολή του προς τον Μοσέ Σέρτοκ (Σαρέτ) (Moshe Sharett), τον επικεφαλής του πολιτικού τμήματος της Εβραϊκής Υπηρεσίας (και μετέπειτα έναν από τους πρωθυπουργούς του Ισραήλ), ότι, εκτός από την τοπογραφική καταγραφή της διάταξης των χωριών, το έργο θα έπρεπε να περιλαμβάνει και την αποκάλυψη των «εβραϊκών καταβολών» κάθε χωριού. Επιπλέον, ήταν σημαντικό για την Χαγκανά να γνωρίζει ποια από τα χωριά ήταν σχετικά νέα, καθώς ορισμένα από αυτά είχαν χτιστεί «αποκλειστικά» κατά τη διάρκεια της αιγυπτιακής κατοχής της Παλαιστίνης τη δεκαετία του 1830.[6]

Το βασικό εγχείρημα, ωστόσο, ήταν η χαρτογράφηση των χωριών και, ως εκ τούτου, προσλήφθηκε στην επιχείρηση ένας τοπογράφος από το Εβραϊκό Πανεπιστήμιο που εργαζόταν στο τμήμα χαρτογράφησης της Εντολής. Πρότεινε τη διενέργεια αεροφωτογραφικών ερευνών και έδειξε με υπερηφάνεια στον Μπεν Γκουριόν δύο τέτοιους αεροφωτογραφικούς χάρτες για τα χωριά Σιντιγιάνα και Σαμπαρίν (οι χάρτες αυτοί, που σήμερα βρίσκονται στα Κρατικά Αρχεία του Ισραήλ, είναι το μόνο που έχει απομείνει από τα χωριά αυτά μετά το 1948).

Οι καλύτεροι επαγγελματίες φωτογράφοι της χώρας κλήθηκαν τώρα να συμμετάσχουν στην πρωτοβουλία. Στρατολογήθηκαν επίσης ο Γιτζάκ Σέφερ (Yitzhak Shefer), από το Τελ Αβίβ, και η Μαργκότ Σαντέχ (Margot Sadeh), η σύζυγος του Γιτζάκ Σαντέχ, του αρχηγού της Παλμάχ (των μονάδων καταδρομών της Χαγκανά). Το εργαστήριο ταινιών λειτουργούσε στο σπίτι της Μαργκότ με μια εταιρεία άρδευσης να λειτουργεί ως βιτρίνα: το εργαστήριο έπρεπε να κρυφτεί από τις βρετανικές αρχές, οι οποίες θα μπορούσαν να το θεωρήσουν ως μια παράνομη κατασκοπευτική προσπάθεια που στρεφόταν εναντίον τους. Οι Βρετανοί το γνώριζαν εκ των προτέρων, αλλά δεν κατάφεραν ποτέ να εντοπίσουν το μυστικό κρησφύγετο. Το 1947, ολόκληρο αυτό το τμήμα χαρτογράφησης μεταφέρθηκε στο Κόκκινο Σπίτι.[7]

Το τελικό αποτέλεσμα τόσο των τοπογραφικών όσο και των οριενταλιστικών δραστηριοτήτων ήταν οι λεπτομερείς φάκελοι που δημιούργησαν σταδιακά οι σιωνιστές ειδικοί για κάθε χωριό της Παλαιστίνης. Στα τέλη της δεκαετίας του 1930, αυτό το «αρχείο» ήταν σχεδόν πλήρες. Καταγράφηκαν ακριβείς λεπτομέρειες σχετικά με την τοπογραφική θέση κάθε χωριού, τους δρόμους πρόσβασης, την ποιότητα της γης, τις πηγές νερού, τις κύριες πηγές εισοδήματος, την κοινωνικοπολιτική του σύνθεση, τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, τα ονόματα των μουχτάρηδων, τη σχέση του με άλλα χωριά, την ηλικία του κάθε άντρα (δεκαέξι έως πενήντα) και πολλά περισσότερα. Μια σημαντική κατηγορία ήταν ένας δείκτης «εχθρότητας» (απέναντι στο σιωνιστικό σχέδιο, δηλαδή), που αποφασιζόταν από το επίπεδο συμμετοχής του χωριού στην εξέγερση του 1936. Υπήρχε ένας κατάλογος όλων όσων είχαν συμμετάσχει στην εξέγερση και των οικογενειών εκείνων που είχαν χάσει κάποιον στον αγώνα κατά των Βρετανών. Ιδιαίτερη προσοχή δόθηκε στους ανθρώπους που φέρονταν να είχαν σκοτώσει Εβραίους. Όπως θα δούμε, το 1948 αυτές οι τελευταίες πληροφορίες τροφοδότησαν τις χειρότερες φρικαλεότητες στα χωριά, οδηγώντας σε μαζικές εκτελέσεις και βασανιστήρια.

Τα τακτικά μέλη της Χαγκανά που είχαν επιφορτιστεί με τη συλλογή των στοιχείων σε «αναγνωριστικά» ταξίδια στα χωριά συνειδητοποίησαν, από την αρχή, ότι δεν επρόκειτο για μια απλή ακαδημαϊκή άσκηση γεωγραφίας. Ένας από αυτούς ήταν ο Μοσέ Πάστερνακ (Moshe Pasternak), ο οποίος συμμετείχε σε μια από τις πρώτες εξορμήσεις και επιχειρήσεις συλλογής δεδομένων το 1940. Πολλά χρόνια αργότερα, ανακαλούσε στη μνήμη του τα εξής:

Έπρεπε να μελετήσουμε τη βασική δομή του αραβικού χωριού. Αυτό σημαίνει τη δομή και τον καλύτερο τρόπο επίθεσης. Στις στρατιωτικές σχολές, είχα διδαχθεί πώς να επιτεθώ σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή πόλη, όχι σε ένα πρωτόγονο χωριό της Εγγύς Ανατολής. Δεν μπορούσαμε να το συγκρίνουμε [ένα αραβικό χωριό] με ένα πολωνικό ή ένα αυστριακό. Το αραβικό χωριό, σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά, ήταν χτισμένο τοπογραφικά σε λόφους. Αυτό σήμαινε ότι έπρεπε να βρούμε τον καλύτερο τρόπο να προσεγγίσουμε το χωριό από πάνω ή να εισχωρήσουμε σε αυτό από κάτω. Έπρεπε να εκπαιδεύσουμε τους «αραβιστές» μας [τους οριενταλιστές που είχαν αναπτύξει ένα δίκτυο συνεργατών] πώς να δουλεύουν καλύτερα με τους πληροφοριοδότες.[8]

Πράγματι, το πρόβλημα που σημειωνόταν σε πολλούς φακέλους των χωριών ήταν το πώς να δημιουργηθεί ένα σύστημα συνεργασίας με τους ανθρώπους που ο Πάστερνακ και οι φίλοι του θεωρούσαν πρωτόγονους και βάρβαρους: «Άνθρωποι που τους αρέσει να πίνουν καφέ και να τρώνε ρύζι με τα χέρια τους, πράγμα που καθιστούσε πολύ δύσκολο να τους χρησιμοποιήσουμε ως πληροφοριοδότες». Το 1943, θυμόταν, υπήρχε μια αυξανόμενη αίσθηση ότι είχαν επιτέλους δημιουργήσει ένα κατάλληλο δίκτυο πληροφοριοδοτών. Την ίδια χρονιά οι φάκελοι των χωριών αναδιοργανώθηκαν ώστε να γίνουν ακόμη πιο συστηματικοί. Αυτό ήταν κυρίως έργο ενός ανθρώπου, του Έζρα Ντανίν (Ezra Danin), ο οποίος θα έπαιζε πρωταγωνιστικό ρόλο στην εθνοκάθαρση της Παλαιστίνης.[9]

Από πολλές απόψεις, αυτό που ανέβασε σε άλλο επίπεδο την αποτελεσματικότητα στο έργο των μυστικών υπηρεσιών και στην οργάνωση των φακέλων του χωριού ήταν η πρόσληψη του Έζρα Ντανίν, ο οποίος είχε εγκαταλείψει την επιτυχημένη του επιχείρηση με τα εσπεριδοειδή. Οι φάκελοι της εποχής μετά το 1943 περιλάμβαναν λεπτομερείς περιγραφές της κτηνοτροφίας, της καλλιεργούμενης γης, του αριθμού των δέντρων στις φυτείες, της ποιότητας κάθε οπωροφόρου δέντρου (ακόμη και κάθε μεμονωμένου δέντρου), του μέσου όρου της γης ανά οικογένεια, του αριθμού των αυτοκινήτων, των ιδιοκτητών καταστημάτων, των μελών των εργαστηρίων, των ονομάτων και των δεξιοτήτων των τεχνιτών σε κάθε χωριό.[10] Αργότερα, προστέθηκαν σχολαστικές λεπτομέρειες για κάθε φατρία και την πολιτική της τοποθέτηση, την κοινωνική διαστρωμάτωση μεταξύ προυχόντων και απλών αγροτών και τα ονόματα των δημοσίων υπαλλήλων στην κυβέρνηση της Εντολής.

Και καθώς η συλλογή δεδομένων δημιουργούσε τη δική της δυναμική, βρίσκει κανείς επιπλέον λεπτομέρειες να εμφανίζονται γύρω στο 1945, όπως περιγραφές των τζαμιών των χωριών και τα ονόματα των ιμάμηδων τους, μαζί με χαρακτηρισμούς όπως «είναι ένας συνηθισμένος άνθρωπος», ακόμη και ακριβείς περιγραφές των καθιστικών μέσα στα σπίτια αυτών των επισήμων. Προς το τέλος της περιόδου της Εντολής, οι πληροφορίες τείνουν να αποκτήσουν καθαράστρατιωτικό προσανατολισμό: ο αριθμός των φρουρών (τα περισσότερα χωριά δεν είχαν κανέναν) και η ποσότητα και η ποιότητα των όπλων που είχαν στη διάθεσή τους οι χωρικοί (γενικά απαρχαιωμένα ή και ανύπαρκτα).[11]

Ο Ντανίν στρατολόγησε έναν Γερμανοεβραίο ονόματι Γιακόβ Σιμονί (Yaacov Shimoni), ο οποίος αργότερα έγινε ένας από τους κορυφαίους οριενταλιστές του Ισραήλ, και τον έθεσε επικεφαλής ειδικών προγραμμάτων μέσα στα χωριά, ιδίως για την επίβλεψη της εργασίας των πληροφοριοδοτών.[12] Έναν από αυτούς ο Ντανίν και ο Σιμονί τον ονόμασαν «ταμία» (χα-γκιζμπάρ). Ο άνθρωπος αυτός, ο οποίος αποδείχθηκε πηγή πληροφοριών για τους κατασκευαστές των φακέλων, επέβλεπε το δίκτυο συνεργασίας για λογαριασμό τους μεταξύ 1941-1945. Αποκαλύφθηκε το 1945 και σκοτώθηκε από Παλαιστίνιους μαχητές.[13]

Ο Ντανίν και ο Σιμονί σύντομα συνδέθηκαν με άλλα δύο άτομα, τον Γιεχοσούα Παλμόν (Yehoshua Palmon) και τον Τούβια Λισάνσκι (Tuvia Lishanski). Και αυτά είναι επίσης ονόματα που πρέπει να θυμόμαστε, καθώς συμμετείχαν ενεργά στην προετοιμασία της εθνοκάθαρσης της Παλαιστίνης. Ο Λισάνσκι ήταν ήδη απασχολημένος στη δεκαετία του 1940 με τη διοργάνωση εκστρατειών εναντίον των ενοικιαστών κατοίκων σε χωράφια τα οποία το ΕΕΤ είχε αγοράσει από παρόντες ή απόντες γαιοκτήμονες, και έστρεψε όλη του την ενεργητικότητα στον εκφοβισμό και, στη συνέχεια, στη βίαιη εκδίωξη αυτών των ανθρώπων από τα εδάφη που οι οικογένειές τους καλλιεργούσαν για αιώνες.

Όχι πολύ μακριά από το χωριό Φουράιντις και τον «παλαιό» εβραϊκό οικισμό Ζιχρόν Γιαακόβ, όπου σήμερα ένας δρόμος συνδέει τον παραλιακό αυτοκινητόδρομο με το Μαρτζ Ιμπν Άμιρ (Έμεκ Ιζραέλ) μέσω του Ουάντι Μιλκ, βρίσκεται ένα χωριό νεολαίας (ένα είδος οικοτροφείου για τη σιωνιστική νεολαία) που ονομάζεται Σεφέγια. Εδώ εκπαιδεύτηκαν το 1944 ειδικές μονάδες στην υπηρεσία του προγράμματος των φακέλων των χωριών και από εδώ ξεκίνησαν τις αναγνωριστικές αποστολές τους. Η Σεφέγια έμοιαζε πολύ με χωριό κατασκόπων στον Ψυχρό Πόλεμο: Εβραίοι κυκλοφορούσαν μιλώντας αραβικά και προσπαθούσαν να μιμηθούν αυτό που πίστευαν ότι ήταν ο συνήθης τρόπος ζωής και συμπεριφοράς των Παλαιστινίων της υπαίθρου.[14]

Το 2002, ένας από τους πρώτους νεοσύλλεκτους σε αυτή την ειδική βάση εκπαίδευσης θυμήθηκε την πρώτη του αναγνωριστική αποστολή στο κοντινό χωριό Ουμμ αλ-Ζινάτ το 1944. Σκοπός τους ήταν να ερευνήσουν το χωριό και να επιστρέψουν με πληροφορίες του τύπου πού ζούσε ο μουχτάρης, πού βρισκόταν το τζαμί, πού διέμεναν οι πλούσιοι του χωριού και ποιοι είχαν δραστηριοποιηθεί στην εξέγερση του 1936. Η αποστολή αυτή δεν ήταν πολύ επικίνδυνη, καθώς αυτοί που διεισδύαν στα χωριά γνώριζαν ότι μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τον παραδοσιακό αραβικό κώδικα φιλοξενίας και φιλοξενήθηκαν, μάλιστα, στο σπίτι του ίδιου του μουχτάρη. Καθώς δεν κατάφεραν να συγκεντρώσουν σε μία ημέρα όλα τα στοιχεία που αναζητούσαν, ζήτησαν να τους ξανακαλέσουν. Για τη δεύτερη επίσκεψή τους είχαν λάβει εντολή να πάρουν πληροφορίες σχετικά με τη γονιμότητα της γης, η ποιότητα της οποίας φάνηκε να τους έχει εντυπωσιάσει πολύ. Το 1948, η Ουμμ αλ-Ζινάτ καταστράφηκε και όλοι οι κάτοικοί της εκδιώχθηκαν χωρίς καμία απολύτως πρόκληση εκ μέρους τους.[15]
Η τελική ενημέρωση των φακέλων των χωριών πραγματοποιήθηκε το 1947. Επικεντρώθηκε στη δημιουργία καταλόγων «καταζητούμενων» προσώπων σε κάθε χωριό. Το 1948 τα εβραϊκά στρατεύματα χρησιμοποίησαν αυτούς τους καταλόγους για τις επιχειρήσεις έρευνας και σύλληψης που διεξήγαγαν μόλις καταλάμβαναν ένα χωριό. Δηλαδή, οι άνδρες του χωριού παρατάσσονταν και, έπειτα, όσοι εμφανίζονταν στους καταλόγους ταυτοποιούνταν, συχνά από το ίδιο πρόσωπο που είχε αρχικώς παρέχει τις πληροφορίες περί αυτών, το οποίο, όμως, τώρα φορούσε ένα υφασμάτινο σάκο στο κεφάλι του με δύο τρύπες για τα μάτια του, ώστε να μην αναγνωρίζεται. Οι άνδρες που επιλέγονταν συχνά εκτελούνταν επί τόπου. Κριτήρια για την ένταξη σε αυτούς τους καταλόγους ήταν η συμμετοχή στο παλαιστινιακό εθνικό κίνημα, η ύπαρξη στενών δεσμών με τον ηγέτη του κινήματος, τον Μουφτή αλ-Χατζ Αμίν αλ-Χουσαϊνί (al-Hajj Amin al-Husayni), και, όπως αναφέρθηκε, η συμμετοχή σε δράσεις κατά των Βρετανών και των σιωνιστών.[16] Άλλοι λόγοι για την ένταξη στους καταλόγους ήταν διάφοροι ισχυρισμοί, όπως «είναι γνωστό ότι ταξίδεψε στο Λίβανο» ή «συνελήφθη από τις βρετανικές αρχές επειδή ήταν μέλος μιας εθνικής επιτροπής στο χωριό».[17]

Η πρώτη κατηγορία, η συμμετοχή στο παλαιστινιακό εθνικό κίνημα, ήταν πολύ ελεύθερα διατυπωμένη και μπορούσε να περιλαμβάνει ολόκληρα χωριά. Η σύνδεση με τον Μουφτή ή με το πολιτικό κόμμα του οποίου ηγείτο ήταν πολύ συνηθισμένη. Εξάλλου, το κόμμα του κυριαρχούσε στην τοπική παλαιστινιακή πολιτική από τότε που εγκαθιδρύθηκε επίσημα η Βρετανική Εντολή το 1923. Τα μέλη του κόμματος κέρδισαν τις εθνικές και δημοτικές εκλογές και κατέλαβαν εξέχουσες θέσεις στην Αραβική Ανώτατη Επιτροπή που έγινε η εμβρυακή κυβέρνηση των Παλαιστινίων. Στα μάτια των σιωνιστών ειδικών αυτό αποτελούσε έγκλημα. Αν εξετάσουμε τους φακέλους του 1947, διαπιστώνουμε ότι χωριά με περίπου 1.500 κατοίκους είχαν συνήθως είκοσι με τριάντα τέτοιους υπόπτους (για παράδειγμα, γύρω από τα νότια βουνά Κάρμελ, νότια της Χάιφα, η Ουμμ αλ-Ζινάτ είχε τριάντα τέτοιους υπόπτους και το κοντινό χωριό Νταμούν είχε είκοσι πέντε).[18]

Ο Γιγκαέλ Γιαντίν υπενθύμισε ότι αυτή η ακριβής και λεπτομερής γνώση του τι συνέβαινε σε κάθε παλαιστινιακό χωριό επέτρεψε στη σιωνιστική στρατιωτική διοίκηση τον Νοέμβριο του 1947 να συμπεράνει ότι «οι Άραβες της Παλαιστίνης δεν είχαν κανέναν να τους οργανώσει σωστά».

 

Ilan Pappé

2006

[μετάφραση: Τιμογιαννάκη Ελένη, Κούσιαντας Κώστας]

[1] The Bulletin of the Hagana Archives, τεύχη 9-10, (συντάχθηκε από τον Shimri Salomon) “The Intelligence Service and the Village Files, 1940-1948” (2005).
[2] Για μια κριτική επισκόπηση του ΕΕΤ (JNF) βλέπε Uri Davis, Apartheid Israel: Possibilities for the Struggle Within.
[3] Kenneth Stein, The Land Question in Palestine, 1917-1939.
[4] Αυτή η αλληλογραφία βρίσκεται στα Κεντρικά Σιωνιστικά Αρχεία και χρησιμοποιείται στο Benny Morris, Correcting A Mistake, σελ. 62, σημειώσεις 12-15.
[5] Ό.π.
[6] Hagana Archives, File 66.8.
[7] Hagana Archives, Village Files, Φάκελος 24/9, κατάθεση του Yoeli Optikman, 16 Ιανουαρίου 2003.
[8] Hagana Archives, File 1/080/451, 1 Δεκεμβρίου 1939.
[9] Hagana Archives, File 194/7, σσ. 1-3, συνέντευξη που δόθηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2002.
[10] Βλ. σημείωση 15.
[11] Hagana Archives, S25/4131, 105/224 και 105/227 και πολλά άλλα σε αυτή τη σειρά που αφορούν ένα διαφορετικό χωριό.
[12] Hillel Cohen, The Shadow Army: Palestinian Collaborators in the Service of Zionism.
[13] Συνέντευξη με τον Palti Sela στο Hagana Archives, αρχείο 205.9, 10 Ιανουαρίου 1988.
[14] Βλ. σημείωση 27.
[15] Hagana Archives, Village Files, 105/255 αρχεία από τον Ιανουάριο του 1947.
[16] IDF Archives, 49/5943/114, διαταγές από τις 13 Απριλίου 1948.
[17] Βλ. σημείωση 27.
[18] Ό.π., File 105.178.

share