“Η ιστορία είναι ένα ισχυρό εργαλείο για εκείνους που θέλουν να ορίσουν την ανθρώπινη φύση” – της Angela Saini

Παρασκευή 07/3/2025

Από το κεφάλαιο 5 (Περιορισμός) του βιβλίου The Patriarchs που εκδόθηκε πρόσφατα στα ελληνικά από τη Σειρά Κάλλιστος. Το προμηθεύεστε εδώ.

 

«Πότε γίνεται αντιληπτό το (κοινωνικό) φύλο;»
Αυτή ήταν μία από τις τελευταίες ερωτήσεις που έθεσα στον Ίαν Χόντερ, επικεφαλή στις πρόσφατες ανασκαφές του νεολιθικού οικισμού Τσαταλχογιούκ. Αυτό που ήθελα να μάθω ήταν αν υπήρξε πράγματι μια μοναδική στιγμή στην ιστορία, ένα «σημείο καμπής» όπου όλα άλλαξαν για τις γυναίκες. Όπως διαπίστωσα, η απάντηση δεν ήταν απλή.

Το σκέφτομαι αυτό όταν φτάνω στα ηλιόλουστα ερείπια της Πομπηίας, νότια της Νάπολης. Αυτή η αρχαία ρωμαϊκή πόλη καλύφθηκε τόσο ανατριχιαστικά με ηφαιστειακή τέφρα και ελαφρόπετρα μετά την έκρηξη του Βεζούβιου το 79 μ.Χ., ώστε μπορώ σχεδόν να φανταστώ τον εαυτό μου να ζει εδώ τώρα. Φωνές του παρελθόντος προσγειώνονται μέσα από τους ανασκαμμένους τοίχους. Υπάρχουν αρχαία γκράφιτι που λένε ότι κάποιος άραζε εδώ με τη φίλη του. Κάποιος άλλος έχει μπει στον κόπο να σημειώσει ότι αφόδευσε εκεί. Τα ερείπια στην Ανατολία ήταν σαν κουνελοφωλιά. Αδυνατούσα να τα κατανοήσω. Αλλά στους δρόμους της Πομπηίας, με τα κοινότυπα πεζοδρόμια, τα μαγαζιά και τα σπίτια, βρίσκω μια ανακουφιστική οικειότητα. Θυμίζει περισσότερο τη δική μου εποχή.
Οι παρατηρήσεις του Χόντερ για τα ευρήματα στο Τσαταλχογιούκ τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που ζούσαν σε εκείνον τον οικισμό περισσότερα από 9.000 χρόνια πριν, δεν έδιναν και τόση σημασία στο φύλο: δεν υπήρχαν τεράστιες διαφορές στον τρόπο που ζούσαν οι άνδρες και οι γυναίκες ούτε στο πώς τους έθαβαν. Τα ευρήματα δεν παραπέμπουν σε μια αυστηρή ιεραρχία, τουλάχιστον βάσει όσων έχουν ανασκαφεί έως σήμερα. Όμως, όπως και οι δυο γνωρίζαμε, ακόμα και αν το φύλο δεν σήμαινε πολλά τότε, σίγουρα θα σήμαινε αργότερα. Σε περίπου 6.000 χρόνια, γύρω στην έναρξη της κλασικής αρχαιότητας, κάποιες κοινωνίες στην ευρύτερη περιοχή της Μεσογειακής λεκάνης θα έπαιρναν διαφορετική μορφή.

Ακόμη πιο μετά, στην περίοδο ευημερίας της Πομπηίας, βαθιές κοινωνικές ανισότητες όλων των ειδών είχαν εδραιωθεί. Η Αρχαία Ρώμη και η Αθήνα, τα κέντρα εξουσίας και πνευματικής ζωής σε αυτή την πλευρά του κόσμου, εξαρτώντο από την εργατική δύναμη των δούλων. Η ύπαρξη του ατόμου χρωματιζόταν ανάλογα με το αν ήταν ελεύθερο, ανάλογα με τον τόπο γέννησης, την οικογένεια στην οποία ανήκε, την κοινωνική του τάξη και τον πλούτο του. Σαφώς, και το φύλο έπαιζε ρόλο, με τους έχοντες εξουσία να έχουν αναπτύξει ασφυκτικά στενές πεποιθήσεις για την γυναικεία και την ανδρική φύση.

Σκέφτομαι ότι, δυστυχώς, αυτή η ανισότητα είναι μία από τις βασικές αιτίες για τη διασημότητα της Πομπηίας. Η κοινωνική ισότητα –χωρίς ιδιαίτερες διακρίσεις βάσει του φύλου– η οποία ίσχυε στο Τσαταλχογιούκ, φαντάζει απόμακρη από την σημερινή πραγματικότητα, αν και λιγότερο από τις αυστηρά σεξιστικές κοινωνίες της αρχαιότητας.

Αυτή η ανησυχητική ομοιότητα δεν είναι τυχαία. Δεν οφείλεται μόνο στο γεγονός ότι η Πομπηία είναι μόλις 2.000 ετών, αντί για 9.000. Ούτε ότι τα ολοζώντανα αγάλματα, η ποίηση και τα θεατρικά έργα, οι κουτσομπολίστικες προσωπικές επιστολές, τα δικαστικά έγγραφα και οι νομικές αποφάσεις διευκολύνουν την ταύτισή μας με τους αρχαίους Ρωμαίους και τους Έλληνες. Οφείλεται και στο ότι οι σημερινοί Ευρωπαίοι έχουν οικοδομήσει τις πεποιθήσεις τους για τις ρίζες του «δυτικού πολιτισμού» γύρω από σε αυτόν τον συγκεκριμένο τόπο και χρόνο. Εδώ και αιώνες έχουν τοποθετήσει την κλασική αρχαιότητα επάνω σε ένα βάθρο, λατρεύοντας τους θεατρικούς συγγραφείς και τους φιλοσόφους της, αντλώντας διδάγματα ζωής από τα γραπτά τους και ορθώνοντας νεοκλασικές στήλες για να μιμηθούν τις δικές τους.

Σε αντίθεση με το Τσαταλχογιούκ, το οποίο ήταν σχεδόν άδειο από τουρίστες όταν το επισκέφθηκα, η Πομπηία έσφυζε από επισκέπτες. Και τα δυο μέρη έχουν ενταχθεί στα Μνημεία Πολιτισμικής Κληρονομιάς της UNESCO, ο κόσμος, ωστόσο, φαίνεται πως είναι πιο παθιασμένος με την Πομπηία. Και τούτο έχει μεγάλη σημασία, καθώς έχουμε γαλουχηθεί στην ιδέα ότι η κοιτίδα της σύγχρονης, προηγμένης δυτικής κοινωνίας βρίσκεται εκεί. Ζούμε υπό τη σκιά αυτών των αρχαίων ερειπίων. Ο κόσμος τους αναπλάθεται μέσα στον δικό μας.

«Στη Βρετανία, η μελέτη των κλασικών συνέδραμε στην παγί- ωση της αποικιοκρατίας», γράφει η Νάνσι Σόρκιν Ραμπίνοβιτς (Nancy Sorkin Rabinowitz) του κολεγίου Χάμιλτον της Νέας Υόρκης, ερευνήτρια της ελληνικής λογοτεχνίας και του διατομεα- κού φεμινισμού. Μάλιστα, ήμουν κι εγώ ανάμεσα σε αυτούς τους φοιτητές. Όλοι μας στο ευνοϊκό για κοινωνική ανέλιξη πειραμα- τικό κρατικό γυμνάσιο του Λονδίνου όπου φοιτούσα τη δεκαετία του 1990, διδασκόμασταν λατινικά. Η Μέριλιν Κατζ (Marilyn Katz), ομότιμη καθηγήτρια κλασικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο Γουέσλιαν του Κονέκτικατ, γράφει ότι «η μελέτη των αρχαίων ελληνικών και λατινικών ήταν από την αρχή συνυφασμένη με την ηθική και κοινωνική προετοιμασία των νεαρών (λευκών) ανδρών της Αμερικής για τους ρόλους τους ως οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας». Αλλά η μελέτη των κλασικών δεν αφορούσε μόνο τη «γνώση» της ιστορίας. «Οι κλασικές σπουδές έγιναν επιστημο- νικός κλάδος αφιερωμένος όχι μόνο στη μελέτη του παρελθόντος αλλά και στη διατήρησή του», γράφει η Κατζ.

Η λατρεία που έδειχναν οι εξουσιάζοντες για την αρχαία Ελλάδα και τη Ρώμη έκρυβε και μια υποβόσκουσα αναζήτηση νομιμοποιητικού ερείσματος για τις άνισες κοινωνίες που οραματίζονταν να οικοδομήσουν. Δε δανείζονταν στοιχεία μόνο από την τέχνη και την αρχιτεκτονική της αρχαιότητας, αλλά, σκόπιμα μάλιστα, και τις προκαταλήψεις εκείνης της εποχής. Η Ραμπίνοβιτς εξηγεί ότι στα τέλη του 18ου και του 19ου αιώνα, οι δυτικοευρω- παίοι επιστράτευσαν την αρχαιότητα για να επιβεβαιώσουν τις φυλετικές και έμφυλες πεποιθήσεις τους. «Αυτοί οι άνθρωποι δεν ανακάλυψαν απλώς μια προϋπάρχουσα Ελλάδα…», γράφει η ίδια. «Την επινόησαν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες τους».

Ο ιστορικός Ντέιβιντ Λόουενθαλ παρατήρησε ότι οι Αμερικανοί ταξιδεύουν στην Ευρώπη «για να νιώσουν οικειότητα μέσα στην ιστορία». Οι Ευρωπαίοι, αντίστοιχα, επισκέπτονται την Πομπηία, τη Ρώμη και την Αθήνα. Το περίεργο είναι ότι γνωρίζουμε καλά ότι αυτές οι πόλεις ήταν κατάφωρα άνισες, αφού ολόκληρες κατηγορίες ανθρώπων αντιμετωπίζονταν διαφορετικά. Η αρχαία Αθήνα, όπου έζησαν οι μεγάλοι φιλόσοφοι Πλάτωνας, Αριστοτέλης και Σωκράτης, θα μπορούσε ενδεχομένως να θεω- ρηθεί το χειρότερο μέρος στην ανθρώπινη ιστορία για να είσαι γυναίκα.

«Η Αθήνα ήταν, από πολλές πλευρές, μια ιδιαίτερη πόλη», σημειώνει η κλασικίστρια Σου Μπλάντε (Sue Blundell) στο βιβλίο της Γυναίκα στην Αρχαία Ελλάδα.

Αν δεχτούμε τις έγγραφες αποδείξεις, η αρχαία Αθήνα ήταν μια πόλη-κράτος υπό την πίεση διατήρησης μιας διεστραμμένης κοινωνικής οργάνωσης γύρω από πατρογονικά συστήματα κληρονομιάς και μύθους ανδρικής ανωτερότητας. Παρότι υπήρχαν οφέλη στο να είσαι Αθηναίος πολίτης, το τίμημα που έπρεπε να πληρώσεις, εάν δεν ήθελες να χάσεις την ιδιότητα αυτή, ήταν να τηρείς αυστηρά τους κανόνες. Μια γυναίκα στην αρχαία Αθήνα δεν μπορούσε να έχει ιδιοκτησία – μπορούσε να ελπίζει σε νομική προστασία μόνο μέσω του πατέρα, του συζύγου της ή άλλων ανδρών συγγενών της. Η έννοια της χωριστής δημόσιας και ιδιωτικής σφαίρας έχει τις ρίζες της σε αυτή την εποχή, από την ελληνική λέξη πόλις που σημαίνει πόλη-κράτος, και οίκος που σημαίνει οικογένεια και νοικοκυριό. Το σύνορο μεταξύ αυτών των δύο σφαιρών, θα οριοθετούσε τη θέση της γυναίκας.

Γνωρίζουμε από την αρχαία ελληνική γραμματεία ότι η ιδανική, αξιοσέβαστη γυναίκα ήταν κρυμμένη, ήσυχη και υποτακτική. Ο φιλόσοφος Αριστοτέλης, έγραφε τον 4ο αιώνα π.Χ., πως κάποιοι άνθρωποι ήταν προορισμένοι εκ φύσεως να είναι δούλοι και άλλοι ελεύθεροι, και πως, όσον αφορά τα φύλα, «η σχέση του αρσενικού με το θηλυκό είναι από τη φύση της μια σχέση ανώτερου προς κατώτερο και εξουσιαστή προς εξουσιαζόμενο». Για το κράτος, η πρωταρχική αξία της γυναίκας ήταν η γέννηση νέων πολιτών για να διατηρήσουν και να υπερασπιστούν τον πληθυσμό. Ωστόσο, και οι άνδρες δεσμεύονταν από συμβάσεις όταν συναναστρέφονταν με γυναίκες στη δημόσια σφαίρα. Υπήρχαν συγκεκριμένα πρότυπα θάρρους και αυτοσυγκράτησης στα οποία έπρεπε να ανταποκρίνονται.

Οι απόψεις του Αριστοτέλη ήταν σχετικά μετριοπαθείς. Άλλα ελληνικά κείμενα διαπνέονται από τέτοια μισογυνιστική καχυποψία για τις γυναίκες, ώστε σχεδόν φαντάζεσαι να βγαίνουν αφροί από το στόμα αυτού που τα λέει. Περιγράφοντας τον μύθο της Πανδώρας, της πρώτης με ανθρώπινη υπόσταση γυναίκας που δημιούργησαν οι θεοί, ο ποιητής Ησίοδος έγραφε στη Θεογονία, γύρω στο 700 π.Χ., ότι «από αυτήν ξεπήδησε το γένος των γυναι- κών. Η ολέθρια φυλή και φυλές του γυναικείου γένους… φτιαγμένη από τη φύση της να κάνει κακό». Στο μισογυνιστικό αυτό θέμα επέστρεφε συχνά.

Κάπως έτσι, λοιπόν, υποθέτουμε ότι σκέφτονταν οι αρχαίοι.

Με αυτό το σκεπτικό, ωστόσο, το παρελθόν ισοπεδώνεται. Παίρνουμε ό,τι μας βολεύει. Και αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία έχουν πάρει μόνο ένα κομμάτι. Στην πραγματικότητα, οι αρχαίος ελληνικός και ρωμαϊκός πολιτισμός εκτείνονται τόσο πολύ στο χρόνο ώστε, όπως και οι δικοί μας, δεν θα μπορούσαν να είναι στατικοί. Η θέση της γυναίκας μεταβαλλόταν συνεχώς.

Μελετώντας τις κατοικίες της αρχαϊκής περιόδου στην Ελλάδα μεταξύ του 800 π.Χ. και 480 π.Χ., ο αρχαιολόγος Ίαν Μόρις (Ιan Morris) του Πανεπιστημίου Στάνφορντ βρήκε ότι οι αντιλήψεις περί φύλου δεν ήταν τόσο σταθερές όσο θα γίνονταν αργότερα. Αρχικά, τα σπίτια διέθεταν συνήθως έναν και μόνο ενιαίο χώρο στο πλαίσιο ανοιχτών οικισμών, οι οποίοι καθιστούσαν αδύνατο το διαχωρισμό αντρών και γυναικών, πόσο μάλλον την απομόνωση των τελευταίων. Οι κατοικίες χωρίζονται σε δωμάτια για πρώτη φορά μετά το 750 π.Χ. περίπου, εξηγεί, και πιθανώς ακόμα και τότε το έκαναν μόνο οι εύποροι, διαθέτοντας την οικονομική δυνατότητα να διατηρούν μεγαλύτερα σπίτια και σκλάβους για να φροντίζουν τις εξωτερικές εργασίες των γυναικών οι οποίες παρέμεναν σε εσωτερικούς χώρους. Η σπιτωμένη γυναίκα στην αρχαία Αθήνα, ακριβώς όπως και στην Αμερική του 19ου αιώνα, αποτελεί ένα πρότυπο γυναίκας στο οποίο μόνο οι πιο εύπορες μπορούσαν να ανταποκριθούν.

Το γεγονός ότι αποδίδουμε συγκεκριμένα χαρακτηριστικά στην σπιτονοικοκυρά, με τα πρότυπα του σήμερα, δεν σημαίνει ότι ο περιορισμός της εντός του σπιτιού είχε την ίδια σημασία με σήμερα. Σε περιόδους της ελληνικής ιστορίας, η αριστοκρατι- κής καταγωγής γυναίκα ενός άνδρα Αθηναίου πολίτη ασκούσε επιρροή μέσω της διαχείρισης του νοικοκυριού της, του οίκου. «Διαχειριζόταν οτιδήποτε συνέβαινε μέσα», μου λέει η Σάρα Πόμροϊ (Sarah Pomeroy), καθηγήτρια κλασικών σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης και συγγραφέας του πρωτοπορι- ακού βιβλίου του 1975 για τις γυναίκες στην αρχαιότητα με τίτλο Θεές, Πόρνες, Σύζυγοι και Σκλάβες. Αυτό είχε μεγάλη σημασία σε μια κοινωνία στην οποία ο οίκος ήταν ένα πολύβουο, σχεδόν βιομηχανοποιημένο κέντρο παραγωγής. Οι γυναίκες αφέντευαν τους σκλάβους τους και χτυπούσαν τις σκλάβες τους. Μέσα στα σπίτια τους, άνθρωποι υπό την εποπτεία τους κατασκεύαζαν υφά- σματα και παρήγαγαν τροφή, από το χωράφι έως το τραπέζι, αν ήτο αναγκαίο. Ο οίκος και η πόλις δεν ήταν ξεχωριστοί κόσμοι· ήταν αλληλεξαρτώμενοι.

Με την πάροδο του χρόνου, η ισορροπία της πολιτικής εξου- σίας μετατοπίστηκε περαιτέρω από τον οίκο προς την πόλιν. Στην αρχαία Αθήνα, ένας από τους κυριότερους παράγοντες που συντέλεσαν προς αυτό, ήταν, κατά ειρωνικό τρόπο, η καθιέρωση της δημοκρατίας γύρω στον 5ο αιώνα π.Χ. (το πρότυπο για τις δικές μας δημοκρατίες πολλούς αιώνες αργότερα). «Με την άνθιση της δημοκρατίας στην Αθήνα, η καταπίεση των γυναικών έφτασε στο απόγειο της», αναφέρει η Πόμροϊ. Η πολιτική συμμετοχή περι- ορίστηκε αποκλειστικά στους ενήλικους άνδρες πολίτες (ακόμα ένα χαρακτηριστικό που υιοθετήθηκε από τις σύγχρονες δημο- κρατίες), ωφελώντας τους άνδρες πολίτες των κατώτερων τάξεων, και υπονομεύοντας τις γυναίκες της ανώτερης τάξης στον οίκο τους. «Η δημοκρατία δεν καταπίεζε μόνο τις γυναίκες, αλλά και τους σκλάβους και τους μη πολίτες», προσθέτει η Πόμροϊ. «Ο άνδρας πολίτης αναβαθμίστηκε σε σχέση με όλους τους υπόλοιπους κατοίκους της Αθήνας».

Παραταύτα, μολονότι η αρχαία Αθήνα θύμιζε για ένα διάστημα ένα μέρος αποπνικτικό, δεν έμεινε έτσι για πάντα. Αργότερα, ο ελληνικός κόσμος επεκτάθηκε και ήρθε σε επαφή με πολιτισμούς εμφορούμενους από διαφορετικές αξίες. «Οι Έλληνες συναναστρέφονται τώρα με τους Ασσύριους, τους Πέρσες και τους Αιγύπτιους, και πολλοί εκ των οποίων διαπνέονται από πιο φιλελεύθερες αντιλήψεις για τις γυναίκες τους», μου λέει η Στέφανι Μπουντίν (Stephanie Budin), ειδική για τη θέση της γυναίκας στην αρχαιότητα. Κατά συνέπεια, η καταπίεση προς κάποιες Αθηναίες υποχώρησε. «Και χωρίς να περάσει πολύς καιρός, οι γυναίκες απέκτησαν μεγαλύτερο κύρος και περισσότερες ελευθερίες στην κοινωνία».

Όταν αναγνωρίζουμε τις εμπειρίες των απλών, καθημερινών ανθρώπων μέσα στο χρόνο, γίνεται δειλά-δειλά εμφανές το πόσο ευμετάβλητοι είναι οι έμφυλοι κανόνες. Αντιλαμβανόμαστε το βαθμό εξάρτησης των τελευταίων από την κοινωνική τάξη, την ηλικία, από το αν είσαι δούλος ή ελεύθερος, αν είσαι αλλοδαπός ή ντόπιος. Καθιερώθηκαν σταδιακά, όχι πάντοτε με συντεταγμένο τρόπο, και ήταν άγνωστο πως θα εξελίσσονταν στο μέλλον.

Παρά το μισογυνισμό τους, οι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς, για παράδειγμα, αποδοκίμαζαν τη σωματική κακοποίηση των συζύγων τους, από ό,τι τουλάχιστον γνωρίζουμε από τις πηγές. Η ιστορικός Λέσλι Ντόσεϊ (Leslie Dossey) του Πανεπιστημίου Λογιόλα στο Σικάγο διαπίστωσε ότι, ακόμη και κατά την όψιμη αρχαιότητα, «οι Έλληνες συγγραφείς εξακολουθούσαν να θεωρούν ντροπή ο σύζυγος να χτυπάει την γυναίκα του». Ο φιλόσοφος Πλούταρχος θεωρούσε ότι τέτοιου είδους συμπεριφορά μαρτυρούσε έλλειψη αυτοελέγχου, η οποία ταπείνωνε τον ίδιο τον άντρα παρά εκείνη. «Όταν ένας άνδρας χάνει τον αυτοέλεγχό του σε τέτοιο βαθμό, ας αναμένει την παρέμβαση της κοινότητας για λογαριασμό της γυναίκας του», σημειώνει η Ντόσεϊ. Η σύζυγος μπορούσε να σύρει τον άνδρα της στα δικαστήρια για αυτό το λόγο.

Αντιθέτως, στην αρχαία Ρώμη, όπου οι γυναίκες είχαν σχετικά περισσότερα δικαιώματα και ελευθερίες, και σίγουρα ήταν πιο ορατές, ο ξυλοδαρμός της συζύγου θεωρούταν κοινωνικά αποδεκτός. Οι σύζυγοι των Ρωμαίων έπρεπε να υπομένουν την σωματική βία για να διορθώνουν τη συμπεριφορά τους, ακριβώς όπως συνέβαινε με τους δούλους και τα παιδιά. Συμβούλευαν τη σύζυγο να «κατευνάζει το θυμό του συζύγου της δείχνοντας τη δέουσα υποταγή», εξηγεί η Ντόσεϊ. Σε αντίθεση με την αρχαία Αθήνα, η ντροπή ήταν δική της και όχι δική του. Κατά τα πρώτα χρόνια της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ο σύζυγος είχε το δικαίωμα ακόμα και να σκοτώσει τη γυναίκα του για μοιχεία.

Εάν η αντίληψή μας για την αρχαιότητα έχει συρρικνωθεί και έχουμε αγνοήσει όλες αυτές τις πτυχές, αυτό οφείλεται στις δικές μας προκαταλήψεις. Η κλασικίστρια Μέριλιν Κατζ παρατήρησε ότι οι ακαδημαϊκοί στον κλάδο της επιδεικνύουν διαχρονικά μια ανοχή, στα όρια της συμπάθειας, προς τον ελληνικό σεξισμό. Μέχρι πρόσφατα, έως τη δεκαετία του 1970, άνδρες ακαδημαϊ- κοί έκαναν λόγο για «ένα υγιές πνεύμα μισογυνισμού», γράφει, και «ένα απολύτως φυσιολογικό στοιχείο συζυγικής ζήλιας». Η υποταγή των γυναικών και η κυριαρχία των ανδρών θεωρούνταν βιολογικοί κανόνες, πράγμα που σήμαινε ότι ο σεξισμός της αρχαιότητας γινόταν αποδεκτός ως καθολικός. Ακόμα και σήμερα, δύσκολα διακρίνουμε αν κοιτάμε το παρελθόν όπως πράγματι ήταν ή όπως το έχουν φιλτράρει οι εν λόγω ειδικοί εδώ και δεκαετίες μέσω των δικών τους προκαταλήψεων. Οι ιστορικοί μόλις πρόσφατα άρχισαν να εξετάζουν, για παράδειγμα, αν οι κατηγορίες φύλου κατά την αρχαιότητα είχαν όμοια σημασία με τη σημερινή. Και μόλις που αρχίζουν να αποβάλλουν το ρατσισμό ο οποίος τους επέτρεπε να αναφέρονται στις Ελληνίδες απομονώνοντας τες σε μία «Οριενταλιστική» θεώρηση.

Αλλά από την άλλη, οι αναγνώσεις του παρελθόντος ήταν πάντοτε πολιτικές. Καθώς τα έργα των κλασσικών ξεψαχνίζονταν για οτιδήποτε μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στο παρόν, ουδέποτε συνέφερε τους εξουσιαστές να εντοπιστεί κάτι που θα αμφισβητούσε τις ιεραρχίες τους. Η ιστορία είναι ένα ισχυρό εργαλείο για εκείνους που θέλουν να ορίσουν την ανθρώπινη φύση. Το 1762, ο φιλόσοφος Ζαν-Ζακ Ρουσσώ περιέγραψε τις αρχαίες Ελληνίδες, κρυμμένες από τη δημόσια ζωή και αφοσιωμένες στα νοικοκυριά τους, ως τις πιο σοφές, τις πιο όμορφες και τις πιο γοητευτικές στην ιστορία. «Αυτό είναι το μοντέλο ζωής που προβλέπεται για τις γυναίκες, τόσο από τη φύση όσο και από τη λογική», έγραφε.

Όπως απέδειξε ο Ρουσσώ, η μεγάλη παγίδα του να καταφεύγεις στην αρχαιότητα για να κατανοήσεις τις σχέσεις των δύο φύλων, είναι ότι σου μεταδίδει την ψευδαίσθηση ότι βλέπεις την ανθρωπότητα στην πιο ωμή της μορφή – μόνο και μόνο επειδή πας τόσο πίσω στο παρελθόν. Σύμφωνα με το παραπάνω σκεπτικό, εάν οι γυναίκες εξουσιάζονταν από τους άνδρες 2.000 χρόνια πριν και εξουσιάζονται από αυτούς μέχρι σήμερα, τότε έτσι θα πρέπει να είναι η κανονικότητα.

Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία βιολογική βάση στις κοινωνικές ανισότητες που διέπουν την αρχαία Αθήνα. Η επικράτηση της ανδρικής ελίτ δεν επήλθε με εύκολο τρόπο. Δεν κυριάρχησε αυτο- μάτως η μία ομάδα ούτε υποτάχθηκε απλώς η άλλη. Η κυριαρχία εγκαθιδρύθηκε αργά και σταδιακά, μετά από τριβή και συνεχή μελετημένη προσπάθεια. Κάποιες φορές επιστρατεύτηκε η βία, ή η απειλή χρήσης της, αλλά συχνότερα ήταν η απόρροια ενός συνόλου κοινωνικών κανόνων, νομοθετημάτων και διαταγμάτων θεσπιζόμενων το ένα μετά το άλλο. Η ξεχειλίζουσα οργή του Ησίοδου για τις γυναίκες απλώς αποδεικνύει το πόση προσπάθεια απαιτήθηκε για να πειστούν οι άνθρωποι ότι ίσως είναι κατώτερες των ανδρών.

Τιμή και ντροπή, προσδοκία και ενοχή, πατριωτισμός και πίστη: όλα έπρεπε να τυλιχθούν γύρω από τις προσδοκίες του κράτους για το πώς πρέπει να συμπεριφέρονται οι άνθρωποι. Οι περιορισμοί του κάθε φύλου έπρεπε να καθοριστούν και να αστυνομευτούν. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα μπορούσε να συμβεί χωρίς κόπο.

Άντζελα Σάινι

2023

share