Όταν το Παρίσι έγινε κομμούνι – του Tariq Ali

Τρίτη 18/2/2025

Απόσπασμα από το βιβλίο “Η ιδέα του Κομμουνισμού” (Σειρά Κάλλιστος).

 

Επανειλημμένα τονίστηκε από τους ιδρυτές του Κομμουνισμού ότι ο καπιταλισμός ως σύστημα δεν θα μπορούσε ποτέ να περιοριστεί σε ένα μόνο κράτος – δεν ήταν αυτή η φύση του θηρίου. Ο Μαρξ έδωσε μια πλούσια αφήγηση για τη γέννηση του βιομηχανικού καπιταλισμού. Σπαρμένος στις πόλεις της μεσαιωνικής Ιταλίας, μεγάλωσε στη Φλάνδρα και την Ολλανδία, πέρασε τα εφηβικά του χρόνια βοηθώντας την πορτογαλική και την ισπανική αυτοκρατορία και, με τη βοήθεια της Αγγλικής Επανάστασης, ενηλικιώθηκε στην Αγγλία στα τέλη του δέκατου έβδομου αιώνα. Ήταν μια αλυσιδωτή αφήγηση: χωρίς τις ανάγκες των Φλαμανδών τεχνιτών και εμπόρων στους αστικούς τους θυλάκους, η αγγλική γεωργία δεν θα μπορούσε να έχει αποκτήσει εμπορική σημασία· αν δεν είχε συμβεί αυτό, η Βιομηχανική Επανάσταση θα είχε καθυστερήσει· άπαξ και συνέβη, ο καπιταλισμός δεν είχε άλλη επιλογή από το να γίνει παγκόσμιος και, δεδομένου ότι το σύστημα βασιζόταν στο κέρδος, δεν μπορούσε να υπάρξει χωρίς εκμετάλλευση, ενώ η ανάπτυξη και η εξάπλωσή του δεν μπορούσαν παρά να δημιουργήσουν ένα σύνολο αντιφάσεων που θα συνέδραμαν στην επαναστατικοποίηση του κόσμου. Ήταν μια ισχυρή ιδέα που έγινε η βάση για τη δημιουργία πολιτικών κομμάτων ικανών να μετατρέψουν τις αντιφάσεις του συστήματος σε προλεταριακές επαναστάσεις. Η πιο ακραία αντίφαση ήταν, φυσικά, ο πόλεμος –αργότερα, ένας από τους πιο προικισμένους Ρώσους οπαδούς του Μαρξ θα περιέγραφε την περίοδο μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο ως «εποχή πολέμων και επαναστάσεων».[1]

Ως γνωστόν, ο Μαρξ και ο Ένγκελς δεν άφησαν κανένα λεπτομερές σχέδιο για το πώς πρέπει να μοιάζει μια σοσιαλιστική ή κομμουνιστική κοινωνία, κάτι που συχνά οδήγησε τους πιο ακαδημαϊκά διατιθέμενους μεταξύ των υποστηρικτών τους στη Δύση να τονίσουν ότι η πραγματική πρωτοτυπία του Μαρξ έγκειται στο πεδίο της φιλοσοφίας και της οικονομίας.[2] Και όχι μόνον αυτοί. Εκτός από την Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον νεαρό Λέοντα Τρότσκι και τον Βλαντιμίρ Ι. Λένιν τού (πριν το 1917) Κράτος και Eπανάσταση, λίγοι από εκείνους που ανέλαβαν την εξουσία στην Πετρούπολη ήταν διατεθειμένοι να επεξεργαστούν τί είχε στον νου του ο Μαρξ όταν μιλούσε για «δικτατορία του προλεταριάτου». Η ήττα της επανάστασης του 1848 είχε οδηγήσει σε προβληματισμούς αναφορικά με τη φύση του σύγχρονου κράτους. Η Παρισινή Κομμούνα έδωσε μια πρόγευση του πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια σοσιαλιστική δημοκρατία στους ξεσηκωμούς του μέλλοντος.
Η απάντηση του Μαρξ στην ήττα την οποία υπέστησαν οι Κομμουνάροι ήταν ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία: Η Παρισινή Κομμούνα (1871). Εδώ, και για πρώτη φορά, σκιαγράφησε τα περιγράμματα ενός προλεταριακού κράτους. Προϋπόθεση, ωστόσο, ήταν η ήττα και η διάλυση του παλαιού:

Η συγκεντρωτική κρατική εξουσία, με τα πανταχού παρόντα όργανά της του μόνιμου στρατού, της αστυνομικής γραφειοκρατίας, του κλήρου και των δικαστικών οργάνων —σχεδιασμένα κατά το πρότυπο ενός συστηματικού και ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας— προέρχεται από τις ημέρες της απόλυτης μοναρχίας, υπηρετώντας την αναδυόμενη κοινωνία της μεσαίας τάξης ως ισχυρό όπλο στους αγώνες της κατά της φεουδαρχίας. […] Στον ίδιον βαθμό με τον οποίο η πρόοδος της σύγχρονης βιομηχανίας αναπτυσσόταν, διευρυνόταν, εντεινόταν ο ταξικός ανταγωνισμός ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, η κρατική εξουσία λάβαινε όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα της εθνικής εξουσίας του κεφαλαίου πάνω στην εργασία, μιας δημόσιας δύναμης οργανωμένης για την κοινωνική υποδούλωση, μιας μηχανής ταξικού δεσποτισμού. Μετά από κάθε επανάσταση που σηματοδοτεί μια προοδευτική φάση στην ταξική πάλη, ο καθαρά κατασταλτικός χαρακτήρας της κρατικής εξουσίας γίνεται όλο και πιο φανερός.[3]
 
Ο Μαρξ θεωρούσε τη Γαλλική Δημοκρατία ως μέρος του προβλήματος. Είχε επιδιώξει να στηρίξει και να χρησιμοποιήσει τις κατασταλτικές δυνάμεις του παλαιού κρατικού μηχανισμού «για να πείσει την εργατική τάξη ότι “κοινωνική” δημοκρατία σήμαινε τη δημοκρατία που εξασφαλίζει την κοινωνική τους υποταγή».[4] Αυτός ο μηχανισμός ήταν η σπονδυλική στήλη του αστικού κράτους ανεξάρτητα από τη μορφή του: κοινοβουλευτική δημοκρατία ή δεσποτική μοναρχία· ήταν αυτό που συνιστούσε πραγματικά τη δικτατορία της αστικής τάξης. Η πρώτη προτεραιότητα μιας γνήσιας επανάστασης πρέπει ως εκ τούτου να είναι η διάλυση του παλαιού μηχανισμού: «Το πρώτο διάταγμα της Κομμούνας, επομένως, ήταν η κατάργηση του τακτικού στρατού και η αντικατάστασή του από τον ένοπλο λαό».[5]
Είναι σημαντικό να τονίσουμε αυτά τα κείμενα του Μαρξ. Πρώτον, επειδή αντικατοπτρίζουν την άποψή του για την ιστορία ως longue durée [μακρά διάρκεια]. Η Αγγλική και η Γαλλική Επανάσταση είχαν νικήσει τα παλαιά καθεστώτα και δημιούργησαν νέους πρότυπους στρατούς για να εξυπηρετήσουν τις ανάγκες των νέων κρατών. Πώς θα μπορούσε μια προλεταριακή επανάσταση να κάνει κάτι λιγότερο; Δεύτερον, έχει υπάρξει μια αυξανόμενη τάση τα τελευταία χρόνια να προστατευθεί ο Μαρξ από τις καταστροφικές όψεις της Ρωσικής και της Κινεζικής Επανάστασης, παρουσιάζοντάς τον ως ευγενή βικτωριανό κύριο που ενδιαφερόταν, πάνω απ’ όλα, για την ελευθερία του τύπου και της λογοτεχνίας και ν’ αναλύει την παλίρροια και την άμπωτη των κεφαλαίων στο παλιό αναγνωστήριο του Βρετανικού Μουσείου, όταν δεν έκανε πικνίκ με την οικογένεια και τους φίλους του στο Parliament Hill του βορείου Λονδίνου. Αυτό είναι φυσικά αλήθεια, αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως μάσκα συγκάλυψης των επαναστατικών του απόψεων,χωρίς τις οποίες δεν θα είχε ποτέ οραματιστεί ένα κομμουνιστικό μέλλον.
Ο Μαρξ θεωρούσε τις εμβρυώδεις πολιτικές δομές που θεσπίστηκαν από τους Κομμουνάρους ως ένα ποιοτικό άλμα προς τα εμπρός και ανώτερο ακόμη και από την πιο δημοκρατική αστική δημοκρατία:

Η Κομμούνα σχηματίστηκε από τους δημοτικούς συμβούλους, επιλεγμένους μέσω καθολικής ψηφοφορίας στους διάφορους τομείς της πόλης, υπεύθυνους και βραχυπρόθεσμα ανακλητούς. Η πλειονότητα των μελών της ήταν, φυσικά,εργαζόμενοι, ή αναγνωρισμένοι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης. Η Κομμούνα ήταν σχεδιασμένη να αποτελεί όχι κοινοβουλευτικό σώμα, αλλά ένα σώμα εργασίας, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα […] Από τα μέλη της Κομμούνας μέχρι χαμηλά στη βάση, η δημόσια υπηρεσία θα αμοιβόταν με μισθό εργάτη.
             [. . .]
Ενώ τα αμιγώς κατασταλτικά –και τίποτα παραπάνω– όργανα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας θ’ ακρωτηριάζονταν, οι νόμιμες λειτουργίες της θα αφαιρούνταν από μία αρχή που σφετερίζεται την υπεροχή της απέναντι στην ίδια την κοινωνία και θα επιστρέφονταν στους υπεύθυνους παράγοντες της κοινωνίας. Αντί να αποφασίζει μια φορά στα τρία ή έξι χρόνια ποιο μέλος της άρχουσας τάξης θα παρερμηνεύει τον λαό στο Κοινοβούλιο, η καθολική ψηφοφορία θα υπηρετούσε τον συγκροτημένο σε Κοινότητες λαό, όπως η ατομική ψηφοφορία υπηρετεί κάθε άλλον εργοδότη στην αναζήτηση των εργατών και επιστατών για την επιχείρησή του.[6]

Ούτε μπορούσε η Κομμούνα να εξυπηρετεί μόνο τα συμφέροντα των εργατών. Έπρεπε να ενισχύσει και άλλα υποτελή στρώματα της κοινωνίας:

Η Κομμούνα είχε απόλυτο δίκιο όταν έλεγε στους αγρότες πως «η νίκη [της] ήταν η μόνη τους ελπίδα» […] Η Κομμούνα θα λύτρωνε τον χωρικό από τον φόρο αίματος – θα του έδινε μια κυβέρνηση η οποία θα μετέτρεπε τις σημερινές του βδέλες, τον συμβολαιογράφο, τον δικηγόρο, τον εκτελεστή και άλλους δικαστικούς βρυκόλακες, σε μισθωτούς κοινοτικούς αντιπροσώπους, εκλεγμένους από τον ίδιον και υπόλογους σε αυτόν. Θα τον είχε ελευθερώσει από την τυραννία του garde champêtre, του χωροφύλακα και του νομάρχη. Θα είχε βάλει τη διαφώτιση από τον δάσκαλο στη θέση της αποβλάκωσης από τον ιερέα.[7]

Η Κομμούνα μπορούσε επίσης να ακυρώσει τα χρέη των αγροτών και να προσφέρει γνήσια οφέλη σε μιαν αγροτιά που αντιμετώπιζε «τον ανταγωνισμό της καπιταλιστικής γεωργίας».[8]
Η εμπειρία του 1871 είχε δείξει πώς τα μεσαία στρώματα θα μπορούσαν να κερδηθούν και να παραταχθούν με το μέρος των εργαζομένων: «ήταν η πρώτη επανάσταση στην οποία η εργατική τάξη αναγνωρίστηκε ανοιχτά, ακόμη και από την βαριά πλειοψηφία της μεσαίας τάξης του Παρισιού, ως η μόνη τάξη που ήταν ικανή για κοινωνική πρωτοβουλία».[9]
Το μεγαλύτερο επίτευγμα ήταν ότι η Κομμούνα είχε υπάρξει, αλλά υπήρχαν και άλλα παράπλευρα μαθήματα:

Το σύνολο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων ανοίχτηκε δωρεάν στον λαό και ταυτόχρονα απαλλάχθηκε από κάθε παρέμβαση της Εκκλησίας και του Κράτους. Έτσι, όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους, αλλά και η ίδια η επιστήμη απελευθερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλει η ταξική προκατάληψη και η κυβερνητική δύναμη.
[…]
Αλλά, πράγματι, η Κομμούνα δεν προσποιήθηκε το αλάθητο, σταθερό χαρακτηριστικό όλων των κυβερνήσεων παλαιού τύπου. Δημοσιοποίησε τις πράξεις και τα λεγόμενά της, μύησε το κοινό σε όλες τις αδυναμίες της.[10]

Χωρίς ούτε μία φορά να μασήσει τα λόγια του, ο Μαρξ ήταν καυστικός για μερικούς από τους ηγέτες της Κομμούνας, οι οποίοι περιελάμβαναν «επιζώντες και ζηλωτές προηγούμενων επαναστάσεων […] Είναι ένα αναπόφευκτο κακό: συν τω χρόνω αποβάλλονται, αλλά η Κομμούνα δεν είχε την πολυτέλεια του χρόνου».[11] Παρ’ όλ’ αυτά, η εμπειρία ήταν σημαντική για το μέλλον:

Η πολλαπλότητα των ερμηνειών στις οποίες έχει υποβληθεί η Κομμούνα, και η πολλαπλότητα των συμφερόντων που την ερμήνευσαν υπέρ τους, δείχνουν ότι ήταν μια πλήρως ανοιχτή και συμπεριληπτική πολιτική μορφή, ενώ όλες οι προηγούμενες μορφές κυβέρνησης ήταν ξεκάθαρα κατασταλτικές. Το αληθινό της μυστικό ήταν αυτό. Ήταν πραγματικά μια κυβέρνηση της εργατικής τάξης, το προϊόν της πάλης των παραγωγών ενάντια στην τάξη των σφετεριστών, η –επιτέλους ανακαλυφθείσα–πολιτική μορφή υπό την οποία μπορούσε να επιτευχθεί η οικονομική χειραφέτηση της εργασίας. Χωρίς αυτή την τελευταία προϋπόθεση, το καταστατικό της Κομμούνας θα ήταν αδύνατο και ουσιαστικά μια αυταπάτη. Η πολιτική κυριαρχία των παραγωγών δεν μπορεί να συνυπάρξει με τη διαιώνιση της κοινωνικής τους σκλαβιάς.[12]

Αυτό που μπορεί να φαίνεται πως ίσχυε το 1871 δεν ήταν πλέον έτσι 50 χρόνια αργότερα. Θορυβημένοι από την επιτυχία της Ρωσικής Επανάστασης, οι φιλοκαπιταλιστές πολιτικοί στη Δύση άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά πώς θα βάλουν σε τάξη τα του οίκου τους. Θεσπίστηκαν κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, περιλαμβανομένης της επέκτασης του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες. Μεγάλα τμήματα των εργαζομένων συναινούσαν όλο και περισσότερο σε αυτή τη μορφή διακυβέρνησης, κι ένας από τους λόγους ήταν το τεράστιο χάσμα που ανοίχτηκε μεταξύ του οράματος του σοσιαλισμού το οποίο διακήρυξε ο Μαρξ και των κοινωνικών συνθηκών που αποτέλεσαν τη βάση της πρώτης επανάστασης υπό την ηγεσία αυτοκαλούμενων μαρξιστών: η Ρωσία το 1917 ήταν μια υπανάπτυκτη καπιταλιστική χώρα όπου οι αγρότες αποτελούσαν μια τεράστια πλειοψηφία. Η Κίνα το 1949 εκυριαρχείτο ακόμη περισσότερο από την αγροτιά. Ο Μαρξ είχε απεικονίσει διαφορετικά τον σοσιαλισμό· γι’ αυτόν, έπρεπε να βασίζεται σε οικονομίες αφθονίας. Η Ρωσία και η Κίνα ήταν αμφότερες κοινωνικοί σχηματισμοί που έπασχαν από κάθε είδους ελλείψεις.

Τάρικ Αλί

2009

 

[1] Η πρώτη ρωσική μετάφραση του Μανιφέστου ήταν από τον Μιχαήλ Μπακούνιν, ο οποίος αργότερα έγινε ιδρυτής-πατέρας του Αναρχισμού.
[2] Αν αυτό ίσχυε, το Μανιφέστο και αναρίθμητα άλλα δοκίμια και φυλλάδια με πολιτικά κείμενα και οδηγίες θα ήταν ιστορικά αξιοπερίεργα και μόνο.
[3] Karl Marx – Vladimir I. Lenin, Civil War in France: The Paris Commune (2η αναθ. έκδ.· Νέα Υόρκη: International Publishers Co., 1988 [1871]), σελ. 54-5. Επίσης διαθέσιμο στο: marxists.org/archive/marx/works/1871/civil-war-france/index.htm [ελλ. έκδ. Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία, μετ. Παναγιώτης Σκούφης (Θεμέλιο: Αθήνα 2014)].
[4] Ό.π.
[5] Ό.π., σελ. 57.
[6] Ό.π., σελ. 57-8, υπογράμμιση του συγγραφέα.
[7] Ό.π., σελ. 63-4.

[8] Ό.π., σελ. 64.
[9] Ό.π., σελ. 62.
[10] Ό.π., σελ. 58, 67.
[11] Ό.π., σελ. 67.
[12] Ό.π., σελ. 60.

share