Προσφορά

Κρατική σχολή χορού παρελθόν παρόν και μέλλον

14,40 

Άμεσα διαθέσιμο
Συγγραφέας

Γλώσσα

ISBN

960-722-238-5

Pages

144

share
Share via Viber

Κρατική σχολή χορού παρελθόν παρόν και μέλλον

Περιγραφή

Περιγραφή

Αυτή η έρευνα πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μεταπτυχιακών σπουδών στο Χορό (Μ.Α. in Dance Sτudies) στο (Laban Centre for Μοvement and Dance (City Uniνersity), στο Λονδίνο.

Καθώς η έρευνα είχε ολοκληρωθεί το Σεπτέμβριο του 2000, η ανάλυση που ακολουθεί απεικονίζει την εκπαιδευτική πολιτική της σχολής μέχρι εκείνη τη στιγμή. Γι’ αυτόν το λόγο, κρίθηκε αναγκαία η προσθήκη ενός πέμπτου κεφαλαίου το οποίο εξετάζει τις επιλογές και τη δράση της νυν διευθύντριας Παυλίνας Βερέμη. Με αυτόν τον τρόπο, η έρευνα εμπλουτίζεται και διευρύνει την εικόνα της εξέλιξης της Κρατικής Σχολής Χορού μέχρι αυτή τη στιγμή.

Παρά το γεγονός ότι έχουν προστεθεί νέα στοιχεία και το κείμενο διαμορφώθηκε για τις ανάγκες της ελληνικής έκδοσης, διατηρήθηκε ο τύπος της ακαδημαϊκής έρευνας όπως έχει καθιερωθεί διεθνώς (προσπάθεια διαχρονικής και αντικειμενικής προσέγγισης, συσχετισμός με τη σκέψη του ευρύτερου χώρου της εκπαίδευσης, παραπομπές στη διεθνή βιβλιογραφία). Στόχος της έρευνας είναι η σκιαγράφηση της ίδρυσης και εξέλιξης της Κρατικής Σχολής Χορού, η οποία επίσημα ονομάζεται Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης (Κ.Σ.Ο.Τ.). Πρόκειται για την πρώτη προσπάθεια προσέγγισης της ταυτότητας της Κρατικής Σχολής μέσα από κριτική εξέταση των εκπαιδευτικών και καλλιτεχνικών πρακτικών από την ίδρυσή της μέχρι σήμερα.

Η σχολή ιδρύθηκε το 1937 ως ιδιωτική «Επαγγελματική Σχολή Ορχηστικής» από την Κούλα Πράτσικα και παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος το 1970. Από το 1973, όπου και μετονομάστηκε σε Κρατική Σχολή Ορχηστικής Τέχνης, λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου υπό τον έλεγχο και την εποπτεία του υπουργείου Πολιτισμού. Καθώς είναι η μοναδική σχολή χορού η οποία ανήκει στο ελληνικό κράτος, η Κ.Σ.Ο.Τ. προσφέρει δωρεάν εκπαίδευση στους φοιτητές της και στοχεύει σε χορευτική επαγγελματική εκπαίδευση υψηλού επιπέδου, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη γνώση της ελληνικής κουλτούρας.

Η συγκεκριμένη έρευνα δεν θα μπορούσε βέβαια να εξαντλήσει ένα τόσο πολύπλευρο θέμα. Στόχος της είναι η ευαισθητοποίηση του αναγνώστη όσον αφορά στην ιδιαίτερη κουλτούρα και φιλοσοφία της σχολής έτσι ώστε η κατανόηση του παρόντος και ο σχεδιασμός του μέλλοντος να βασίζονται στη γνώση του παρελθόντος.

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Στην εισαγωγή θα συζητηθεί το σκεπτικό της μεθοδολογικής προσέγγισης καθώς και τα προβλήματα που προέκυψαν κατά τη διάρκεια της έρευνας.

Η κύρια έρευνα πραγματοποιήθηκε από το Μάιο έως τον Ιούνιο του 2000, δηλαδή στο τέλος της ακαδημαϊκής χρονιάς της σχολής. Στα πλαίσια της έρευνας, η συγγραφέας του παρόντος παρακολούθησε καθημερινά μαθήματα, τελικές εξετάσεις καθώς και τις πρόβες για την καλοκαιρινή παράσταση της σχολής. Ήταν μεταβατική και ευαίσθητη περίοδος για τη σχολή καθώς πρόσφατα το Νοέμβριο του 1999, είχε αναλάβει τα καθήκοντά της η νέα διευθύντρια Παυλίνα Βερέμη.

Καθώς ο στόχος της έρευνας ήταν η συλλογή παντός είδους πληροφορίας η οποία θα μπορούσε να φωτίσει την ιστορία, τη φιλοσοφία και τις εκπαιδευτικές πρακτικές της σχολής, επιλέχθηκε ως ερευνητική μέθοδος η εθνογραφική μεθοδολογική προσέγγιση. Αυτό σημαίνει ότι η ερευνητική διαδικασία ήταν ανοιχτή, φανερή. Το διοικητικό, το εκπαιδευτικό προσωπικό και οι φοιτητές είχαν ενημερωθεί για τους στόχους και τη μέθοδο της έρευνας. Στην πράξη, η εθνογραφική μεθοδολογική έρευνα «χαρακτηρίζεται από μεγάλα διαστήματα παραμονής στους χώρους της έρευνας, παρατήρηση όλων αυτών που συμβαίνουν, ερωτήσεις και συζητήσεις με διάφορα άτομα που έχουν γνώση του χώρου. Ουσιαστικά, στόχος είναι η συγκέντρωση οιασδήποτε διαθέσιμης πληροφορίας η οποία θα βοηθούσε στην κατανόηση του συγκεκριμένου θέματος»[1]

Κατά τη διάρκεια αυτής της ενεργούς παρατήρησης συγκεντρώθηκαν ποιοτικά αλλά και ποσοτικά στοιχεία. Τα ποιοτικά στοιχεία περιλαμβάνουν σημειώσεις από την παρακολούθηση τάξεων, από ανεπίσημες συζητήσεις με φοιτητές και απόφοιτους, με νυν και πρώην καθηγητές και με το διοικητικό προσωπικό. Επίσης, περιλαμβάνουν προσωπικές συνεντεύξεις με τη νυν και την τέως Διευθύντρια.

Τα γραπτά στοιχεία που χρησιμοποιήθηκαν προέρχονται από εφημερίδες, περιοδικά, προσωπικές σημειώσεις και ημερολόγια. Τα επίσημα γραπτά στοιχεία αναφέρονται σε έγραφα σχετικά με το νομικό καθεστώς της σχολής, σε έγγραφα περί της οικονομικής και εκπαιδευτικής πολιτικής, σε φακέλους φοιτητών, βιογραφικά καθηγητών, εσωτερική και εξωτερική αλληλογραφία της σχολής και σε προγράμματα παραστάσεων. Τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν θεωρούνται πρωτογενείς πηγές, με την έννοια ότι δεν υπάρχουν ολοκληρωμένες εργασίες και αναλύσεις που επικεντρώνονται στο εκπαιδευτικό αυτό ίδρυμα οι οποίες θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για ερευνητικούς σκοπούς.

Η μεταβατική περίοδος διεξαγωγής της έρευνας (η νέα Διευθύντρια δεν είχε ακόμα εκδηλώσει τις προθέσεις της εκπαιδευτικής της πολιτικής) είχε άμεσες επιπτώσεις στην έρευνα. Μέσα σε κλίμα ανησυχίας και ανασφάλειας, ο σύλλογος των καθηγητών έδειξε απροθυμία στη συμπλήρωση των ανώνυμων ερωτηματολογίων που διανεμήθηκαν παρά το γεγονός ότι είχε δοθεί γραπτή διαβεβαίωση για το απόρρητο των απαντήσεων. Τα ερωτηματολόγια που μοιράστηκαν στους τριτοετείς φοιτητές είχαν την ίδια τύχη. Μέσα στο άγχος του καθημερινού προγράμματος που περιελάμβανε ταυτόχρονα μαθήματα, πρόβες και εξετάσεις, οι φοιτητές αγνόησαν τα ερωτηματολόγια της έρευνας (δείγμα των ερωτηματολογίων παρέχεται στο παράρτημα του βιβλίου).

Είναι φανερό από τα παραπάνω, ότι η αρμονική επικοινωνία με τη Διευθύντρια, το διοικητικό προσωπικό, πρώην και νυν καθηγητές και φοιτητές, ήταν αποφασιστικής σημασίας στην προσπάθεια σύνθεσης της ιστορίας και του προφίλ της σχολής. Είναι επίσης εμφανές ότι στη συγκεκριμένη έρευνα οι προφορικές πηγές έχουν την ίδια βαρύτητα τόσο με τις οπτικές, δηλαδή την παρακολούθηση τάξεων, εξετάσεων, παραστάσεων, και την παρατήρηση φωτογραφιών όσο και με τα γραπτά στοιχεία. Όπως εξηγεί η Layson:

«Οι αναμνήσεις ατόμων και η διήγηση γεγονότων από προσωπική εμπειρία μπορούν να αποδειχτούν ιδιαίτερης σημασίας εφόσον παρέχουν υλικό το οποίο δεν υπάρχει πουθενά αλλού καταχωρημένο. Ακόμα κι αν είναι γεγονός ότι τα διηγούμενα γεγονότα αναδύονται μέσω μιας επιλεκτικής μνήμης, τέτοιες μαρτυρίες αποτελούν βιωμένη εμπειρία και έχουν απεριόριστη αξία ως προσωπικές αναφορές στο παρελθόν του χορού»[2]
Πρέπει να τονιστεί ότι στην εθνολογική έρευνα, η βιωμένη εμπειρία των ερωτηθέντων συγχωνεύεται με τη βιωμένη εμπειρία του ερευνητή. Υπάρχει λοιπόν μια σημαντική φαινομενολογική πλευρά στη συγκεκριμένη μελέτη. Πέρα από την απλή παράθεση στοιχείων ή την αποστασιοποιημένη καταγραφή της βιωματικής εμπειρίας άλλων ανθρώπων σε σχέση με την Κρατική Σχολή Χορού, η έρευνα προσπαθεί να «συνθέσει μια πιθανή εικόνα ενός φαινομένου όπως αυτό βιώθηκε»[3]. Αυτό σημαίνει ότι η σύνθεση της εικόνας απαιτεί από την πλευρά του ερευνητή έντονο και ειλικρινές ενδιαφέρον, σκέψη και αξιολόγηση, διαίσθηση, αντικειμενικότητα και κριτικό πνεύμα.

Τελικά, όμως, το σύνολο των απόψεων και η ανάλυση που ακολουθεί εκφράζουν την προσωπική θεώρηση του ερευνητή για την οποία αναλαμβάνει και την αποκλειστική ευθύνη.

Στην προσπάθεια μιας πολύπλευρης προσέγγισης η έρευνα χωρίζεται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζεται η ίδρυση και το ιστορικό υπόβαθρο της Κρατικής Σχολής, δηλαδή η ιστορική και πολιτιστική πραγματικότητα μέσα στην οποία γεννήθηκε. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζεται η επιρροή των πολιτικών και οικονομικών παραγόντων στην εξέλιξη της σχολής. Στο τρίτο κεφάλαιο παρουσιάζονται οι εκπαιδευτικές πρακτικές και η φιλοσοφία της σχολής. Συζητούνται τα κριτήρια εισαγωγής και αξιολόγησης των υποψηφίων, το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, οι κοινωνικές αλληλεπιδράσεις στο χώρο της σχολής, καθώς και η επιρροή του οράματος της κάθε Διευθύντριας στην εξέλιξη της εικόνας της σχολής. Στο τέταρτο κεφάλαιο εξετάζονται οι προσπάθειες αναβάθμισης της σχολής μέχρι το 1999 που ανέλαβε η νυν διευθύντρια Παυλίνα Βερέμη. Στο πέμπτο κεφάλαιο εξετάζονται οι εν εξελίξει προσπάθειες να υλοποιηθούν χρόνια αιτήματα και εκφράζονται ορισμένες σκέψεις για τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η σχολή.

Στο παράρτημα περιλαμβάνονται οπτικά (φωτογραφίες) και γραπτά στοιχεία (ερωτηματολόγια, υπομνήματα, κτλ.) με στόχο την άμεση επαφή του αναγνώστη με το αντικείμενο της έρευνα

Στο παρόν βιβλίο παρουσιάζονται οι εκπαιδευτικοί στόχοι και η πορεία της Κρατικής Σχολής Ορχηστικής Τέχνης του υπουργείου Πολιτισμού, από την ημέρα ίδρυσης της από την Κούλα Πράτσικα, η οποία ίδρυσε την πρώτη επαγγελματική σχολή Ορχηστικής στην Ελλάδα το 1937, έως σήμερα. Στις περιπτώσεις της κρατικής εκπαίδευσης, στην οποία υπάγεται και η Κ.Σ.Ο.Τ., οι κοινωνικές και πολιτικές επιλογές κάθε ιστορικής περιόδου καθορίζουν όχι μόνο τους στόχους της εκπαίδευσης αλλά και τη θέση-ρόλο των τεχνών στην κοινωνία. Η έρευνα αυτή επικεντρώνεται στη γέννηση και εξέλιξη της Κ.Σ.Ο.Τ., αλλά κυρίως σε προβληματισμούς που άπτονται των ευρύτερων θεμάτων της χορευτικής εκπαίδευσης και της θέσης του χορού στην ελληνική κοινωνία.

Επιπλέον πληροφορίες

Συγγραφέας

Γλώσσα

ISBN

960-722-238-5

Pages

144

Μπορεί επίσης να σας αρέσει…